Τα Μάλια
Χωριό και κοινότητα της Επαρχίας Πεδιάδας, κάτοικοι 1465, υψόμετρο 30 μ. Ονομαστό για τα κηπευτικά του προϊόντα και τους γραφικούς ανεμόμυλους του, το θαυμάσιο τοπίο του, την περίφημη αμμουδιά του και τα άφθονα νερά του. Είναι στό 34.2 χλμ. του εθνικού δρόμου Ηράκλειο - Αγ. Νικόλαος. Τα κυριότερα προϊόντα του είναι τα λαχανικά και οι μπανάνες.
Υπάρχουν ευπρεπή εξοχικά κέντρα και, κοντά ατή θάλασσα, το «αναπαυτήριο» Γραμματικάκη πού διαθέτει 20 υπνοδωμάτια με 50 κλίνες, καλά επιπλωμένα, με μπάνια και μια θαυμάσια παραλία, για θαλάσσια λουτρά.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Στην Βενετοκρατία ήταν αρκετά μεγάλο χωριό με 620 κάτοικους κατά την απογραφή του 1583. Στους βενετσάνικους χάρτες αναφέρεται vila di Maglia. Το 1832 είχε 100 χριστιανικές οικογένειες και το 1881 είχε 800 Χριστιανούς κάτοικους. Τούρκοι, ως φαίνεται, δεν κατοικούσαν εδώ, τουλάχιστο τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας. Υπήρξε όμως βάση εξόρμησης των Τούρκων κατά του Μεραμπέλου.
Η εκκλησία των Εισοδίων, γνωστή με την ονομασία Γαλατίανή γιατί, κατά την παράδοση, κτίστηκε με λάσπη ζυμωμένη με γάλα, που έφερναν για τη χάρη της οι κτηνοτρόφοι από τα γύρω βουνά, ήταν καταγραφή, άλλα οι τοιχογραφίες καταστράφηκαν. Υπάρχει παλιά εικόνα της Παναγίας Καρδιώτισσας και τού Άγ. Τρύφωνα του 1495. Στο κτήριο έχουν χρησιμοποιήσει μαρμάρινα μέλη αρχαίων ναών της περιοχής.
Το όνομα Μάλια ετυμολογείται από το ομαλία, που σημαίνει ομαλότητα του εδάφους, ομαλή επιφάνια γης, επίπεδη έκταση, σε σχέση με τα γύρω βουνά. Το όνομα σώζεται στην αρχική γλωσσική μορφή του στο τοπωνύμιο οι Ό μ α λ έ ς, στις βόρειες υπώρειες της Σελένας, ως και στα γνωστά οροπέδια Ομαλός της Δίκτης και των Λευκών Ορέων.
Στην περιοχή της αρχαίας πόλης, ανατολικά του ανακτόρου, υπήρχε κατά τη Βενετοκρατία μικρό χωριά ονομαζόμενο Άζυμο (Asimo) πού το 1583 είχε 52 κάτοικους. Το χωριό αναφέρεται και σε απογραφή του 1630, άλλα δεν αναγράφεται στην τούρκικη απογραφή τού 1671 και, όπως φαίνεται, το κατάστρεψαν οι Τούρκοι.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Τα τελευταία χρόνια με τις ανασκαφές του μινωικού ανακτόρου, πού έγιναν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, σε απόσταση 3 χλμ. ανατολικά του χωριού, το χωριό Μάλια έγινε γνωστό και διάσημο στον κόσμο των αρχαιοφίλων και των τουριστών. Τον περασμένο αιώνα ένας βοσκός βρήκε μερικά φύλλα χρυσού στη θέση Ελληνικό Λιβάδι. Αυτό έδωκε αφορμή στους χωρικούς να αρχίσουν ομαδικές ανασκαφές στο χώρο, γυρεύοντας θησαυρούς. Πραγματικά βρήκαν μερικές ουγγιές χρυσάφι και από τότε ή θέση ονομάστηκε Χρυσόλακκος .
Όλα αυτά παρακίνησαν το 1915 τον Έφορο των Αρχαιοτήτων Ίωσ. Χατζηδάκη να φροντίσει για την αγορά της περιοχής και να αρχίσει την ανασκαφή τον Μάη του ιδίου χρόνου.
Την προσοχή του τράβηξε μια μικρή έξαρση γης γνωστή στους κατοίκους με το όνομα Ζουροκεφάλι, πού είχε τετράγωνο περίπου σχήμα. Υπέθεσε πώς εκεί θα ήταν το σπουδαιότερο μινωικό οικοδόμημα και άρχισε την ανασκαφή στο σημείο αυτό. Τα ευρήματα ήταν πενιχρά, γιατί ό τόπος είχε πολλές φορές ανασκαφεί και την αρχαιότητα και τους τελευταίους χρόνους, για την αναζήτηση θησαυρών. Άντελήφτηκε όμως ότι πρόκειται για ευρύτατο μινωικό ανάκτορο, παρόμοιο με τα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαίστου.
Το τμήμα πού ανέσκαψε ήταν κτισμένο με άμμουδόπετρες πελεκητές, πού έχουν τέλεια εφαρμογή. Στα πόδια των εξωτερικών τοίχων υπάρχει κρηπίδωμα, πλάτους 0,45 μ. και ύψους 0.45 μ., πού μπορούσαν να το χρησιμοποιούν και σαν πρόχειρο κάθισμα (πεζούλι), για να βλέπουν τα αγωνίσματα ή τις τελετές, πού γινόταν στη δυτική αυλή.
Ο Χατζηδάκης δεν μπόρεσε να συνεχίσει την ανασκαφή και παραχώρησε τα δικαιώματα της ανασκαφής στη Γαλλική 'Αρχαιολογική Σχολή ή οποία συνεχίζει τις εργασίες της.
Πρόκειται για μια Μινωική πόλη, πού είχε ανάκτορο ανάλογο με τα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαιστού. Μέχρι σήμερα ανασκάφηκε το ανάκτορο, ορισμένες συνοικίες της πόλης και το νεκροταφείο της στη θέση «Χρυσόλακκος» . Ήταν χωρίς άλλο μια σπουδαία πόλη, πού ήκμασε από την Πρωτομινωική III μέχρι την Ύστερομινωική Ι περιόδους, μα το όνομα της είναι ακόμη άγνωστο.
Ό Στέφ. Βυζάντιος, αριθμώντας τις πόλεις με το όνομα 'Αρσινόη, αναφέρει ένατη την 'Αρσινόη Λύκτου, πού την τοποθετεί ο M. Muller (Géographie von Griechenkind, tom. II, p. 577) στην παραλία, μεταξύ Χερσονήσου και Μιλάτου, στο βάθος του κόλπου των Μαλίων, πού ήταν περιοχή της Λύκτου. Την άποψη του Mûller δέχεται και ό Σβορώνος, (Numismatique de la Crète Ancienne p. 30).
Ό Σπ. Μαρινάτος, έχοντας υπόψη του το τοπωνύμιο της περιοχής Τάρμαρος, εκφράζει τη γνώμη μήπως το όνομα της πόλης εκείνης ήταν Τάρμαρος (βλ. «Minos» 1951, p. 42 και Hutchinson, Prehist. Crete 184). Αλλά το τοπωνύμιο Τάρμαρος μπορεί να σχετιστεί με το μαρτυρημένο βενετσάνικο επώνυμο Νταρμάρος (βλ. «Κρ. Χρον.» ΙΣΤ' II 89, 288), αν και τότε έπρεπε να λέγεται «στου Νταρμάρο» ενώ ακούεται «στην Ντάρμαρο».
Οι κάτοικοι της πολιτείας εκείνης ζούσαν όχι μόνο από την πλούσια πεδιάδα τους μα κι από την αλιεία και την θαλασσοπλοΐα.
Στη μινωική πόλη των Μαλίων βρέθηκαν αντικείμενα Πρωτομινωικής, Μεσομινωικής και Ύστερομινωικής εποχής. Στη νεκρόπολη Χουσόλακκο βρέθηκαν αρκετά και ενδιαφέροντα αντικείμενα και στη θέση Μάρμαρα βρέθηκε τελευταία μεγάλη μαρμάρινη λάρνακα του 3. αιώνα μ. Χ., με γιρλάντες, ερωτιδείς και βουκράνια, κάτω από το δάπεδο παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Περιείχε δυο νεκρούς και διάφορα χρυσά κοσμήματα. Τώρα βρίσκεται στο Μουσείο 'Ηρακλείου.
Ή χρονολόγηση του ανακτόρου των Μαλίων έχει απασχολήσει πολύ τους ειδικούς. Πολλές αρχικές υποθέσεις εγκαταλείφτηκαν αργότερα και ή σχετική έρευνά δεν κατέληξε ακόμη σε θετικά συμπεράσματα. Κατά την επικρατέστερη γνώμη ή πρώτη εποχή του ανακτόρου χρονολογείται από τη Μεσομινωική Ι—II περίοδο. Ή δεύτερη εποχή ανήκει στη Μεσομινωική III, την Ύστερομινωική Ι περίοδο.
Κατά το Μαρινάτο εδώ έβασίλευε ή δυναστεία του Σαρπηδόνα, ενώ στην Κνωσό είχε τα ανάκτορα της ή δυναστεία του Μίνωα και στη Φαιστό ή δυναστεία του Ραδάμανθυ.
Ή μινωική πόλη είχε έκταση περίπου ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο. Δεν έφτανε στη θάλασσα. Παραδίπλα ήταν το νεκροταφείο της. Δεν είχε συνεχείς οικοδομές μα διάφορες συνοικίες, από τις όποιες ανασκάφηκαν κάποιες. Οι συνοικίες συνδεόταν μεταξύ τους με δρόμους. Στο ύψωμα του Προφ. Ηλία, προς Νότο του ανακτόρου, βρέθηκαν όστρακα Μεσομινωικής εποχής. Κατά τη Μεσομινωική εποχή, κατά το Ν. Πλάτωνα, υπήρχε στην κορυφή του Ιερό Κορυφής, πού κατά τη χριστιανική περίοδο το διαδέχτηκε ή λατρεία του Προφήτη 'Ηλία, σαν συνέχεια της επουράνιας μινωικής θεότητας. Γιατί ο Προφ. Ηλίας, κατά τις χριστιανικές δοξασίες και την Παλαιά Διαθήκη, είναι «ο κύριος της αστραπής και της βροντής, και δεν εγεύθη τον πόνο του θανάτου» άλλα εξακολουθεί να ζει στους ουρανούς, απ’ όπου κατεβαίνει στον κόσμο, για να βοηθήσει τους ευσεβείς στις δύσκολες περιστάσεις.
Στα 'Ιερά Κορυφής, τα οποία αναφέρει και ή Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο των Βασιλειών, η επουράνια θεότητα, στην οποία αφιέρωναν ειδώλια άνθρωπου ή μέλη του σώματος του, επικαλούμενοι τη θεραπεία των, ως και ειδώλια κατοικίδιων ζώων, προβάτων, αιγών, σκύλων για να τα προστατεύει ή θεότητα από τις επιδημίες. Άλλα και ειδώλια αγρίων ζώων, ακανθόχοιρων, λαγών, κανθάρων κλπ. αφιέρωναν ζητώντας, πιθανόν, από τη θεότητα να προστατέψει τα χωράφια τους και τις σοδιές τους από αυτά.
Το ανάκτορο των Μαλίων έχει την ίδια περίπου σπουδαιότητα, πού έχουν τα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαιστού. Συνεπώς ή επίσκεψη του επιβάλλεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου