Οσοι τιμούμε το έθιμο της κάλπης μερικές δεκαετίες τώρα, και μάθαμε με τον καιρό να μετατρέπουμε την αδιάλλακτη άρνησή μας σε υπό όρους κατάφαση, έστω για να μη θυσιάσουμε τη ζωτική εντέλει ψευδαίσθηση ότι κάπου συνανήκουμε, δεν χαραμίζουμε ούτε μισό γέλιο ειρωνείας όποτε ακούμε να επαναλαμβάνεται, από ποικίλες πλευρές, το εφεύρημα της «χαμένης ψήφου». Για εκβιασμό πρόκειται βέβαια, ο οποίος ωστόσο δεν ασκείται με τον ίδιο τρόπο πάντοτε. Ορισμένοι, από αυτούς που το κόμμα τους ορέγεται την εξουσία και έχει ανάγκη και την έσχατη ψήφο, ακόμα και των αποφασισμένων ιδεολογικών αντιπάλων του, θα προτιμήσουν να σου μιλήσουν κάπως γλυκά, όσο γλυκός μπορεί να είναι ο πατερναλισμός: «Ελα βρε αδερφέ, κάνε λίγο σκόντο στην αυστηρότητά σου· να διώξουμε τώρα τους κακούς κι ύστερα βλέπουμε τι θα κάνουμε με τις ιδέες μας». Οι ιδέες δηλαδή, στο μυαλό τους, άλλο δεν είναι παρά κοστούμι που το αφήνουμε στην ντουλάπα όταν πειστούμε ότι πέρασε η μόδα του, δεν το πετάμε όμως ούτε το χαρίζουμε σε κάποιον που το χρειάζεται, γιατί μπορεί κάποια ημέρα των ημερών να ξαναγίνει του συρμού. Αλλοι, ωμότεροι και κυνικότεροι, μπορεί και περισσότερο εξαρτημένοι από το κόμμα τους, επιλέγουν την οδό της ενοχοποίησης, ίσως επειδή μπορεί να αλλαξοπίστησαν κι αυτοί μια φορά κι έναν καιρό και να νιώθουν τώρα κάποια ενοχίτσα. «Τι δηλαδή», σου επιτίθενται, «θα κολλήσεις στο ιδεολογικό σου πείσμα και θ’ αφήσεις ξεκρέμαστη την Ελλάδα ολόκληρη, στερώντας της από εγωπάθεια την ευκαιρία της αλλαγής;» (η «αλλαγή» αυτή κυκλοφορεί κατά περιόδους και σαν «απαλλαγή» ή «επανίδρυση» ή «αναγέννηση» ή «αναμεταρρύθμιση» – χίλια τα ονόματα, ίδιο το κενό). Ε, στην εποχή του τέλους των ιδεολογιών υποτίθεται ότι ζούμε, στην εποχή όπου η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν παραφράστηκε βιαίως για να αποκτήσει και την ηθικοπολιτική της εκδοχή· κατά συνέπεια γιατί να καθηλωθεί κανείς από το ιδεολογικό του πείσμα και να συναριθμηθεί στα απολιθώματα της ιστορίας;
«Καθώς υπάρχουσιν αλλαχού εταιρείαι προς προστασίαν των ανυπεραπίστων πλασμάτων, αλόγων, γάτων, περιστερών και άλλων πτερωτών και μαστοφόρων, ούτω να συστηθή και εις την Ελλάδα προστατευτική των ψηφοφόρων», έλεγε λοιπόν πάνω από έναν αιώνα πριν ο φαρμακόγλωσσος Εμμανουήλ Ροΐδης (που σίγουρα δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι στις μέρες μας τα περιστέρια θα ήταν ο στόχος ολόκληρης επίθεσης από τους Αθηναίους, οι οποίοι στολίζουν τα μπαλκόνια τους με τάχα περιστεροαπωθητικά σιντί περιέχοντα τρομοκρατικά άσματα με αετούς, γεράκια και λοιπά αρπακτικά). Τους κομματάρχες που βγαίνουν στις ρούγες με το πελατολόγιο στη δεξιά και το ρουσφετολόγιο στην αριστερά είχε πιθανότατα υπόψη του ο Ροΐδης. Για να υποβάλουμε λοιπόν την πρότασή του σε μια προσαρμογή ελπίζουμε όχι αστόχαστη, ας εικάσουμε ότι η προστατευτική εταιρεία που συνιστούσε να συγκροτηθεί θα είχε υπό την σκέπη της κυρίως αν όχι αποκλειστικά όσους πολίτες εμμένουν σε μια ψήφο που οι άλλοι, οι «μεγάλοι» εννοείται, όσοι κερδίζουν και σου υπόσχονται μετοχή στα κέρδη τους, την κρίνουν «χαμένη». Την υπόθεση αυτή την ευνοεί και η καγχαστικά εκδηλωμένη περιφρόνηση του Ροΐδη για τους ψηφοθήρες αλλά και για όσους αφήνονται να πέσουν στα χέρια τους, από υπολογισμό και συμφέρον ή από φόβο.
Ηταν λοιπόν πεπεισμένος ο συγγραφέας ότι «όπως όλοι οι Εσκιμώοι είναι αλιείς, όλοι οι Αραβες ιππείς και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι τοξόται, ούτως και όλοι οι σημερινοί Ελληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι». Επιπλέον πίστευε, κι όχι άδικα για τον καιρό του αλλά εν πολλοίς και για τους δικούς μας καιρούς, πως «δεν είναι πολλοί οι μακάριοι εκείνοι Ελληνες, οι μη έχοντες ουδέν να φοβηθώσιν ή να ελπίσωσι παρά βουλευτού, ούτε οικόπεδον δυνάμενον να καταπατηθή ή να περιληφθή εις το σχέδιον της πόλεως, ούτε οφειλήν προς το δημόσιον ή απαίτησιν παρ’ αυτού καμμίαν, ούτε δίκη εκκρεμή, ούτε φόβον να χάσωσι δημοσίαν θέσιν εκ της οποίας αποζώσιν ή επιθυμίαν ν’ αποκτήσωσι τοιαύτην, ούτε συγγένειαν ή συμπάθειαν προς υπόδικον δυνάμενον ν’ αθωωθή ή κατάδικον δυνάμενον να χαριτωθή, ούτε όρεξιν οιασδήποτε κυβερνητικής παραχωρήσεως, μεταλλείου, σιδηροδρομικής γραμμής, εργολαβίας, προμηθείας, μεταρρυθμίσεως εδαφίου τινός του δασμολογίου, ή αδείας να μεταβάλωσι τα πεζοδρόμια εις σφαγείον ή παραρτήματα λαχανοπωλείου». Το ρουσφέτι γεννήθηκε στη ίδια κούνια με την πολιτική και το διαβόητο «κατόπιν ενεργειών μου» ώρες ώρες φαντάζει συνομήλικο του κοσμογονικού εκείνου «γεννηθήτω φως».
Τι πάει να πει λοιπόν στ’ αλήθεια «χαμένη ψήφος»; Στο χαρτάκι που θέτουμε στην κάλπη, είτε έχει τον τίτλο και τα σύμβολα ενός κόμματος πάνω του είτε είναι λευκό είτε ενσυνειδήτως ακυρωμένο, αποτυπώνονται αισθήματα, ιδέες, αντιλήψεις, επιθυμίες συλλογικού χαρακτήρα (έστω κι αν συχνά γράφονται από κομμένο χέρι και απορρέουν από μισή καρδιά και απογοητευμένο νου). Προφανώς η αποτύπωση αυτή έχει τα προβλήματα και τις ελλείψεις της, αφού κανενός ανθρώπου η αυτοβιογραφία, και η πιο περιληπτική, δεν είναι δυνατόν να εξαντληθεί σε ένα ψηφοδέλτιο, άρα ούτε οι ιδεολογικές ανησυχίες και αναζητήσεις του είναι δυνατόν να αποδοθούν στην πληρότητά τους στον ελάχιστο, συμβολικό χώρο ενός ψηφοδελτίου. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, κι είναι πολλές, μάλλον οι περισσότερες, οι ιδέες και οι αρχές έχουν παραμεριστεί για να αποτυπωθούν ανάγκες, πραγματικές ή πλασματικές, πάντως ιδιωτικές, όχι συλλογικές. Και τότε το χρησιμοθηρικό ψηφοφέλτιο έχει τη μορφή μιας επιταγής που τη συμπληρώνει μεν ο ψηφοφόρος, αποκτά όμως αξία μόνο αν την προσυπογράψει ο «ψηφοδόχος», αυτός που θα αποκτήσει τη δύναμη και την εξουσία.
Για την αγορά λοιπόν και τους δικούς της ασφυκτικούς όρους, οι οποίοι παραχαράσσουν και στρεβλώνουν την πολιτική και νοθεύουν συνειδήσεις (κι όχι μόνο τις εξαρχής αδύναμες αλλά και όσες ηττώνται κάποια στιγμή από τις περιστάσεις του βίου), η ψήφος που δεν υπακούει εκ προοιμίου στους κανόνες του «δούναι και λαβείν» και στις απαιτήσεις της «ανταλλακτικής πολιτικής», η ψήφος που δεν θέλει να μεταφραστεί σε χρήμα και εξουσία, είναι «χαμένη». Οι εθισμένοι στην κερδώα ψήφο, την ανταλλακτική, που με το ζόρι ανέχονται την ιδέα ότι, αν μιλάμε για δημοκρατία, δεν υπάρχουν ψήφοι αριστοκρατικές και ψήφοι πληβείες, στον απαξιωτικό αλλά και εκβιαστικό χαρακτηρισμό «χαμένη ψήφος» αποδίδουν τη σημασία όχι μόνον του απολεσθέντος και του ζημιωμένου αλλά και του ελαφρόμυαλου, του απερίσκεπτου. Οσο κι αν μοντερνίζουν θεωρώντας την ιδεολογία λείψανο του παρελθόντος και τον ιδεαλισμό βάρος περιττό, και συστήνοντας σαν τεχνική επιβίωσης και επιτυχίας τον κυνικό καιροσκοπισμό και τον πολιτικό χαμαιλεοντισμό, το μυαλό τους έχει μείνει στην αρχαιότητα, όταν η λέξη «κόμμα» είχε και του νομίσματος την έννοια.
Tου Παντελη Μπουκαλα
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_04/10/2009_1289865
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου