Χθες έτυχε να περνώ με το αυτοκίνητό μου από την Αγίου Θωμά στην Παλλήνη και διασταυρώθηκα με αγροτικό που έσερνε μια ρυμουλκούμενη καρότσα γεμάτη σταφύλια. Επιστρέφοντας στο σπίτι έτυχε να διαβάσω στην εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» και ένα άρθρο με τίτλο «Μια φορά και έναν καιρό» με αναφορά στις «μουστίες» ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Σεπτεμβρίου των παλιών εποχών. Αυτά τα δύο συμβάντα υπήρξαν αφορμή ώστε το μυαλό μου να γυρίσει πενήντα και πλέον χρόνια πίσω και να φέρει στην επιφάνεια κρυμμένες γλυκές αναμνήσεις. Το 1958 τα σχολεία δεν άνοιγαν όπως τώρα στις αρχές του Σεπτέμβρη αλλά πολύ αργότερα. Έτσι είχαμε την ευκαιρία μέσα στις μεγάλης διάρκειας καλοκαιρινές διακοπές κοντά στον παππού και την γιαγιά να ζούμε και την διαδικασία του τρύγου.
Ήταν μια γιορτή. Ένα παρατεταμένο τελευταίο πανηγύρι που για μας τα παιδιά ήταν ή τελευταία μας καλοκαιρινή διασκέδαση αφού ο τρύγος σήμαινε και το τέλος των σχολικών μας διακοπών.
Για τους μεγάλους πάλιν ήταν θέμα ζωής και επιβίωσης αφού η σοδειά θα προσέθετε ένα καλό εισόδημα και την δυνατότητα συνέχισης των όποιων καλλιεργειών τους τον χειμώνα. Ήταν τέλος ένα κορυφαίο γεγονός που συμβόλιζε το πέρας της αγροτικής σοδειάς και την απαρχή του χειμώνα.
Η διαδικασία του τρύγου ξεκίναγε κάπως νωρίς τέλος Αυγούστου αρχές Σεπτέμβρη.
Θυμάμαι τον παππού τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου να κάθεται και να υπολογίζει πόσα κοφίνια (κόφες) θα του χρειάζονταν, πόσα γαϊδουράκια ή μουλάρια και πόσοι άνθρωποι. Ίσως σήμερα σας ξενίζει το γεγονός αυτό όμως εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Υπήρχε μια αλληλεγγύη μεταξύ των καλλιεργητών. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν ούτε αλβανοί, ούτε βούλγαροι ούτε πακιστανοί, ούτε κάθε καρυδιάς καρύδι. Υπήρχαν μόνο ελληνικές αγροτικές οικογένειες και στενοί συγγενικοί και φιλικοί δεσμοί. Έτσι αποφασιζόταν ότι την τάδε ημερομηνία θα έκανε τον τρύγο ο Κωστής και θα έρχονταν συγγενείς και φίλοι να βοηθήσουν και εμείς θα πηγαίναμε και στον τρύγο άλλων οικογενειών όποτε αυτές προγραμμάτιζαν να τον κάνουν. Η παραδοσιακή τότε αγροτική και συγγενική αλληλεγγύη σε όλο της το μεγαλείο!!!
Ξεκινούσε λοιπόν η διαδικασία. Το καθάρισμα και το πλύσιμο των βαρελιών, το καθάρισμα και το πλύσιμο των πιθαριών και φυσικά το πλύσιμο και ασβέστωμα του μικρού πατητηριού που είχαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού μας στη Νεάπολη της Κρήτης.
Το αμπέλι του παππού μου βρισκόταν στη Λατσίδα ένα χωριό όχι πολύ μακριά από την Νεάπολη Λασιθίου Κρήτης και η μεταφορά γινόταν φυσικά με τα γαϊδουράκια. Το τι τραβούσαν τα φουκαριάρικα τα ζωντανά δεν λέγεται. Δεν τους αρκούσε το βάρος από τις δύο έως τέσσερις κόφες που μετέφεραν είχαν και το βάρος των μικρών διαβολάκων να μεταφέρουν. Το τι σταφυλοπόλεμος γινόταν στην διάρκεια της διαδρομής από το αμπέλι στο σπίτι τι να σας πω δεν περιγράφεται. Οι ρόγες εκτοξεύονταν από το ένα γαϊδουράκι στο άλλο και τα «βόλια» έπιαναν και τον άτυχο συνοδό που πολλές φορές πεζοπορούσε.
Ο τρύγος ήταν μια κουραστική, κάτω από τον καυτό κρητικό ήλιο, διαδικασία όμως ήταν και μια ευλογία Θεού όταν έβλεπες την συγκομιδή σου και ότι οι κόποι σου δεν πήγαν χαμένοι. Τα σταφύλια τα έκοβαν και τα έβαζαν στα καλάθια. Με τα καλάθια γεμίζανε τα κοφίνια και τα φόρτωναν στα μουλάρια ή γαϊδούρια και τα πήγαιναν στο σπίτι.
Πίσω στο σπίτι άλλο πανηγύρι με το πάτημα των σταφυλιών. Θυμάμαι να χώνομε με τα αδέλφια και τα ξαδέλφια μου στο πατητήρι και να ξεκινάει ένας τρελός χορός. Τι παιγνίδι ήταν αυτό, τι διασκέδαση, άλλο να σας τα γράφω και άλλο να τα ζείτε από κοντά. Κάπου όταν τα πράγματα εκτραχύνονταν η απειλητικά σηκωμένη μπαστούνα του παππού, που ποτέ όμως δεν την χρησιμοποίησε, αποκαθιστούσε προσωρινά την τάξη.
Τα βαρέλια άδεια και εγκαταλελειμμένα στο σπίτι του παππού
Το κρασί από το πατητήρι μαζευόταν και πήγαινε στα βαρέλια που όταν γέμιζαν τα σφράγιζαν ενώ τα στράφυλα (τα πατημένα σταφύλια) κατευθύνονταν στα πιθάρια, που τα σκεπάζανε ελαφρά με μια τάβλα και αφήνανε τον μούστο να βράσει (ένα μέρος από αυτά δινόταν έξω σε φίλους για την παραγωγή ρακής). Θυμάμαι τώρα πόσο μου άρεσε όταν ακουμπούσα το αυτί μου στα πιθάρια και άκουγα τον μούστο να βράζει. Τέλος τα πατημένα σταφύλια μαζί με τον μούστο τα τοποθετούσαμε σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια που ήταν στο υπόγειο του σπιτιού. Από τον μούστο, που έφτανε και σε εμάς στην Αθήνα όταν ήταν έτοιμος μέσα σε βάζάκια με το κρητικό καλάθι από την πατρίδα, η γιαγιά έφτιαχνε μουσταλευριά, πετιμέζι, σουτζούκια.
Ο παππούς και η γιαγιά έχουν πεθάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το αμπελάκι πουλήθηκε από τα ξαδέλφια μου που το κληρονόμησαν, και το πατητήρι στο σπίτι έχει μείνει έρημο και ορφανό χωρίς τις παιδικές φωνές να αναστατώνουν το χώρο καθώς το πατρικό σπίτι του παππού και της γιαγιάς έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του και καταστρέφεται. Το γιατί είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Το μόνο που έχει μείνει στην καρδιά και στο νου μου είναι οι γλυκές αναμνήσεις εκείνης της όμορφης εποχής που όμως πέρασε και δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει έστω και αν θα το ήθελα πάρα πολύ..
(Αριστερά στο βάθος της φωτογραφίας το σπίτι του παππού μου στην Νεάπολη Λασιθίου)
Να δούμε όμως τώρα τι γράφει και ο κ. Νίκος Αμμανίτης για τις «μουστιές».
Από τον τρύγο σε κάποιο χωριό του Ηρακλείου
" Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Σεπτεμβρίου ήταν οι «μουστιές», δηλαδή η μεταφορά του φρέσκου και αναβράζοντα μούστου από τα «πατητήρια» στις ταβέρνες, με τους πελάτες που αδημονούσαν για το γιοματάρι.
Δύο αντίθετες μεταξύ τους εργασίες γίνονταν περίπου ταυτόχρονα.
Από τη μια στους αμπελώνες όπου άρχιζε ο τρυγητός και μετά τη συγκομιδή φόρτωμα και κάρο και ντουγρού στο «πατητήρι», που κατά τη λογία έκφραση λέγεται και «ληνός». Ήταν ένα είδος μικρής δεξαμενής μέσα στην οποία πατώντας εκθλίβαν τα σταφύλια.
Το «πάτημα» γινόταν ως εξής: Όσοι φόραγαν παπούτσια τα έβγαζαν και ξυπόλυτοι μαζί με τους υπόλοιπους -παιδιόθεν ανυπόδητους- χωρικούς ανέβαιναν και ζούπαγαν τις ρόγες, ενώ ο χυμός που έβγαινε τους δρόσιζε τα ποδαράκια. Κάποτε, τα πρώτα χρόνια που απέκτησαν οι Αθηναίοι IX, ήταν πολύ «αν βογκ» να παίρνουν την κουρσάρα και την γκόμενα, και πηγαίνοντας κατά Λιόπεσι μεριά, να συμμετέχουνε στο πάτημα που γινόταν πανηγύρι. Σήκωναν οι γκομενίτσες τα φουστανάκια τους και γίνονταν όλα χαρά θεού, καθώς όλες και χόρευαν σουίνγκ πάνω στα τσαμπιά, με φιγούρες που κολάζανε τους αγαθούς κτηματίες. Ξυλοφόρτωναν φυσικά στο τέλος τις συμβίες τους, επειδή δεν άντεχαν τη μουρμούρα τους. Αυτή η στενή συνεργασία χωρικών και πρωτευουσιάνων κατάφερε να ξεπεραστεί ο φόβος πως αν πλύνεις τα ποδάρια σου πριν μπεις στο πατητήρι, θα ξινίσει τάχα το κρασί, καθώς έλεγε ο θρύλος...
Ενώ αυτά τα θεάρεστα συνέβαιναν στις υπώρειες του Υμηττού, στις ταβέρνες, στα μπακάλικα και στα καρβουνιάρικα της πρωτεύουσας προετοιμάζονταν για την παραλαβή του μούστου. Βγάζαν τα βαρέλια καταμεσής στους δρόμους, τα πλένανε, τα ξύνανε, τους έβαζαν «άσβεστο» ασβέστη για απολύμανση και πανέτοιμα καρτερούσαν να 'ρθει το γλεύκος που θα μεταμορφωθεί σε κρασί κεχριμπαρένιο. Είναι η ώρα που εμφανίζονταν στους δρόμους οι μουστιές. Πάνω στο σιδερένιο σασί αυτοκινήτου έχουν τοποθετήσει στη σειρά κοντόχοντρα βαρέλια όπως παλαιότερα που η μεταφορά γινόταν με κάρο, ή με «σούστα» όπου το ταλαίπωρο αλογάκι αγωνιζότανε να κρατηθεί στο ίσο για να μη βρεθεί στα ύψη σαν τραμπάλα απ' το κατάφορτο βαρέλι. Με το κούνημα άρχιζε ο βρασμός του μούστου που ξεπετιότανε από το ατάπωτο βαγένι, απλώνοντας στην άσφαλτο ένα γλιστερό στρώμα, εγγυημένο για σίγουρο ντελαπάρισμα στα οχήματα, στον δε ανυποψίαστο διαβάτη, ένα πολύ πετυχημένο σπάσιμο ποδιού... "