Η εφημερίδα «Πατρίς» του Ηρακλείου πέρα από την αξιολογότατη ενημέρωσή που προσφέρει στους απανταχού Κρητικούς φροντίζει να μας φέρνει με τα αφιερώματά της κοντά και στην πολιτιστική μας κληρονομιά.
Η εφημερίδα έχει κατά καιρούς παρουσιάσει αξιόλογα αφιερώματα με την έντυπη έκδοσή της , και έχει επίσης φροντίσει να τα έχει αναρτημένα και στην ηλεκτρονική έκδοσή της.
Σήμερα διαβάζω ότι ξεκινά ακόμα μια προσπάθεια για να μας φέρει κοντά σε « σπάνια κείμενα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα με την υπογραφή των κορυφαίων του πνεύματος, της τέχνης, της πολιτικής και των εθνικών αγώνων».
Εμείς από τον δικό μας ιστοχώρο χαιρετίζουμε και συγχαίρουμε την εφημερίδα για την προσπάθειά της να μας κάνει κοινωνούς και αυτής της μεγάλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Ενα ποίημα του Ι. Κωνσταντινίδη στα 1870
Τα κείμενα των μεγάλων είναι η στήλη της «Π» στην οποία, κάθε Δευτέρα, από αυτή εδώ τη θέση, παρουσιάζονται σπάνια κείμενα των κορυφαίων του πνεύματος, της τέχνης, της πολιτικής και των εθνικών αγώνων, γραμμένα κατά το 19ο ή στις αρχές του 20ου αιώνα. Κείμενα που είτε είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, είτε δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Κείμενα των μεγάλων λογοτεχνών, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης ή ο Ιωάννης Κονδυλάκης, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές και τα βιβλία τους, έχουν θέση στη στήλη μας.
Έτσι θα μπορέσομε να γνωρίσομε, και ενδεχομένως να βοηθήσομε στη διάσωση άγνωστων κειμένων, μεγάλων μορφών της διανόησης, της πολιτικής, των πολιτικών, επαναστατικών και κοινωνικών αγώνων της Κρήτης και των Κρητικών.
Σήμερα αναδημοσιεύομε ένα ποίημα του Ιωάννη Κωνσταντινίδη για το επίκαιρο θέμα των κρητικών χριστουγεννιάτικων εθίμων. Ο Ι. Κωνσταντινίδης ήταν ποιητής του 19ου αιώνα από τις Γούβες, που κυρίως όμως έζησε στην περιοχή της Καβάλας, όπου και έχει αναγνωριστεί ως μια μεγάλη πνευματική μορφή. Ο Κωνσταντινίδης, ο Κρης ποιητής, όπως υπέγραφε, έφυγε περίπου σε ηλικία 20 ετών από την Κρήτη, στα τέλη της δεκαετίας του 1860. Μέχρι τότε πρόλαβε και έγραψε μερικά επικά ποιήματα που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις εκστρατείες των Τούρκων στο Λασίθι και τα Σφακιά, κατά τη μεγάλη επανάσταση του 1866-69.
Για τη δράση του έχει ασχοληθεί συστηματικά ο κ. Βαγγέλης Μπαριτάκης, από τις Γούβες, ο οποίος μας παρέδωσε και το ποίημα που αναδημοσιεύομε και το οποίο έχει τον τίτλο «Τα κρητικά λουκάνικα». Το κείμενο, γραμμένο στις 17 Ιανουαρίου 1870 από τη Σύρο, πρώτο σταθμό μετά την αναχώρησή του από την Κρήτη, είχε δημοσιευτεί πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Χιόνη στο έργο του «Ο ποιητής Ι. Κωνσταντινίδης και το έργο του», που εξέδωσε ο δήμος Καβάλας το 1978.
Το ποίημα είναι αφιερωμένο από τον ποιητή στον φίλο του Αντώνιο Φιόρο ο οποίος, όπως αναφέρει, του έστειλε πεσκέσι τα κρητικά λουκάνικα, με αφορμή τις εορτές των Χριστουγέννων.
Αλέκος Α. Ανδρικάκης
Πηγή:
http://www.patris.gr/articles/171969/107819
Ελατα τα λουκάνικα που μου’στειλες πεσκέσι,
και κάθε τι του τόπου μας του Κρητικού τ’αρέσει·
μα δα ζημιό μου τα’πεμψες επάνω σε μιαν ώρα,
που’ταξε πως μου χάρισες καμιά μεγάλη χώρα.
Γιατ’ έβλεπα στον ύπνον μου όνειρον από’σπέρας,
πως μ’επήρε και μ’έριξε στην Κρήτη’νας αέρας.
Κ’ εξαφνικά ευρέθηκα στου τόπου μας τα μέρη
κ’ετρώγαμε λουκάνικα μαζί και χοιρομέρι.
Κ’ετρώγαμε κ’επίναμε κ’επαίζαν και μια λύρα
κι ο Θειός κατέχει μοναχά ίντα χαράν επήρα,
σαν είδα πως στο Κάστρο μου ήμουν με τσ’εδικούς μου,
όλα τα περαζόμενα θυμήθηκε ο νους μου.
Τα βάσανά μου ξέχασα, απάνω στη χαρά μου
να τραγουδήξω θέλησα, μα πιάστηκ’ η λαλιά μου.
Κι ως κι αν πολέμουν να την βρώ, του κάκου δεν ημπόρουν,
ξυπνώ ως τόσο και θωρώ, πως όνειρο το θώρουν.
Κ’έχασα τα λουκάνικα’ πο μπρος μου και τη λύρα
κι ο Θειός κατέχει μοναχά την πίκρα όπου πήρα.
Ανάθεμα την ξενιθιά και τα καλά τσ’ομάδι,
ο ξένος ολοζώντανος καίγεται μεσ’ τον άδη.
Κ’ είδες το ρόδο σαν κοπεί από τη ροδαρά του,
πως σβήνει και μαραίνεται, χάνει τη μυρωδιά του.
Ίδια ετσά μαραίνεται στην ξενιθιά ο ξένος
και περπατεί κλυτά κλυτά σαν παραπονεμένος.
Κι όλος ο κόσμος κι αν χαρεί, αυτός στενοχωράται,
που γεννηθεί στην φυλακήν, τη φυλακή θυμάται.
Κι οπού’καμεν η μοίρα του να γεννηθεί στην Κρήτη
και δει το άστρο της αυγής και τον αποσπερίτην
στου παραδείσου το νησί, που δεύτερο δεν έχει,
μέλι και γάλα και χαρές ολημερνίς να βρέχει,
ποιος ημπορεί για μια στιγμή να το ξελησμονήσει,
ποιος Κρητικός χαρούμενος στην ξενιθιά θα ζήσει;
Ο ναύτης μέσ’ το πέλαγος, όταν θα συννεφιάσει,
μεσ’ την ανεμοταραχή τον μπούσουλα σαν χάσει,
τότε γυρίζει και θωρεί στου ουρανού το θόλο
ένα αστέρι λαμπηρό, που’ναι κοντά στον Πόλο.
Να πάρει ρότα (ως το λεν) και να καταμετρήσει
που πρέπει το τιμόνι του το σκάφος να γυρίσει.
Ετσά και κάθε άνθρωπος είναι το φυσικό του,
αντίς το άστρο να θωρεί τον τόπο το δικό του·
κάνει τιμόνι την καρδιά και το κορμί αναπαύει
μεσ’ το λιμάνι που ποθεί ν’αράξει το καράβι·
κι όπου κι αν πάγει ο Κρητικός κι όσον κι αν αλαργάρει,
μαγάρι ακόμα κι ανέ βρει στην ξενιθιά λογάρι,
κ’εκεί όπου πρωτόδευε ο άνθρωπος το φως του,
ξετρέχει πάντα κι αγαπά, κι αν είν’ και θάνατός του.
Κι ο Κρητικός στην ξενιθιά, όσον καιρόν κι αν ζήσει,
πάντα’ ναι το θεράπειο του στην Κρήτη να γυρίσει.
Και για να μην πολυλογώ φίλε μου Αντωνάκη,
δοκίμασες της ξενιθιάς κι ατός σου το φαρμάκι.
Μα πούρ δεν εβγήκανε ψεύτικο τ’όνειρό μου,
κι αν ήμουνε πολύ μακρά και φίλων κι εδικών μου,
ένας μ’ανεστορήθηκε φίλος μου μπιστεμένος,
ας είναι από τον Θεό πάντα ευλογημένος.
Γιατ’ έκαμε κι αλήθευσε το όνειρο που είδα
κ’εβρέθηκα για μια στιγμή εις την γλυκιά πατρίδα.
Τη μυρωδιά της ήκουσα μεσ’ τα λουκάνικά σου
κ’ ήγλειφα τα δακτύλια μου κ’ήπια και στην υγειά σου.
Με τον καπνόν της Κρήτης μου ήσανε καπνισμένα
κ’εμύριζαν σαν να’τανε στο μόσχο βουτημένα.
Και γράφω σου το, φίλε μου, πούρι να το κατέχεις,
πως είσαι άνθρωπος καλός και το καλό ξετρέχεις.
Δίμουρος και διπρόσωπος ποτέ δεν είδα να’σαι
και την αμάλαγη φιλιά πάντα αναστοράσαι.
Κ’ήνιωσα και παράνιωσα μέσα τα σωθικά σου,
κι ως έχω μεσ’ το λογισμό, έχε με στην καρδιά σου.
Κι ενεθυμού καμιά φορά τον ποιητήν το Γιάννη,
ως πεθυμά για λόγου σου κ’εκείνος να μανθάνει.
Κάτεχε πως ο ποιητής, όπου κι αν αγαπήσει,
υψώνετ’ η αγάπη του ωσάν το κυπαρίσσι.
Μεσα στα φυλλοκάρδια του ανθεί, λουλούδια κάνει,
και δεν μπορεί κανείς καιρός για να του τα μαράνει.
Δεν έχει άλλο να σου πει, καλή καρδιά σου στέλλει
και να σου δίδει ο Θεός να σε θωρεί ως θέλει.
Πασίχαρος, που να περνάς πάντα στ’αρχοντικό σου,
και να’ναι ως τα γέρα σου καλό το ριζικό σου!
Οσα σου γράφω, τα θωρείς στου τόπου μας τη γλώσσα,
και να’σαν τα λουκάνικα ακόμα άλλα τόσα.
Ιντα κακό ‘θελε σε βρει, αγαπητέ μου Φιόρο,
θα βλασφημούσες τη στιγμή που μου’στελνες το δώρο.
Μα μάθε πως ο Κρητικός που βρίσκεται στα ξένα,
τα χώματα του τόπου του θαρρεί τα μυρισμένα.
Κι ανέ του λάχει το ζημιό ως και ξερό χορτάρι
στερέβγει το στο κόρφο του σαν άγριο φυλακτάρι.
Τα όσα σου γραψα, θαρρώ, περίσσα ‘ναι και φθάνουν,
κι όσοι ρωτούν για λόγου μου και θέλουν να μανθάνουν,
ειπέ τους πως του αγαπώ και διπλοχαιρετώ τους,
και σαν τους ανεστορηθώ, κλαίω και λακταρώ τους.
Ακόμα, σε παρακαλώ, τα σου’ χω δω γραμμένα,
μην τα πετάξεις κ’έχε τα σε τόπο στερεμένα.
Γιατί θα να’λθει ένας καιρός, ανθρώποι που γνωρίζουν,
να τα ζητήσουν και να πουν ανίσως τα κι αξίζουν.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
Πηγή:
http://www.patris.gr/articles/171969/107820
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου