Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Αθηνά" του 1855
Το 1854 το άροτρο δύο γεωργών από τη Νεάπολη έφερε στο φως την περίφημη επιγραφή με τον όρκο των νέων της αρχαίας πόλης Δρήρου. Οι Τούρκοι κατέσχεσαν το εύρημα και το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη.
Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο της Πόλης, ενώ ακριβές αντίγαφό του έχει μεταφερθεί στην αρχαιολογική συλλογή της Νεάπολης.
Ο Όρκος είναι σκαλισμένος σε ένα πεσσό, μια τετράγωνη πέτρα με επιγραφή στις τέσσερις πλευρές. Η επιγραφή περιλαμβάνει τον όρκο 180 εφήβων με την αφοσίωση προς την πόλη τους, το μίσος προς τους εχθρούς Μιλάτιους και Λύττιους και την πίστη προς τους συμμάχους Κνώσιους.
Αναδημοσιεύουμε παρακάτω, την είδηση της έυρεσης του όρκου των νέων της Αρχαίας Δρήρου, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αθηνά» της εποχής αυτής, στο φύλλο υπ. αριθμ. 2234, της 14 Μαρτίου 1855 το οποίο υπέγραφε ο Μ. Βελονάκης.
Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο της Πόλης, ενώ ακριβές αντίγαφό του έχει μεταφερθεί στην αρχαιολογική συλλογή της Νεάπολης.
Ο Όρκος είναι σκαλισμένος σε ένα πεσσό, μια τετράγωνη πέτρα με επιγραφή στις τέσσερις πλευρές. Η επιγραφή περιλαμβάνει τον όρκο 180 εφήβων με την αφοσίωση προς την πόλη τους, το μίσος προς τους εχθρούς Μιλάτιους και Λύττιους και την πίστη προς τους συμμάχους Κνώσιους.
Αναδημοσιεύουμε παρακάτω, την είδηση της έυρεσης του όρκου των νέων της Αρχαίας Δρήρου, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αθηνά» της εποχής αυτής, στο φύλλο υπ. αριθμ. 2234, της 14 Μαρτίου 1855 το οποίο υπέγραφε ο Μ. Βελονάκης.
"...τὸ ὑνίον γεωργοῦ ἀροτριῶντος, προσέκοψεν αὐλακίζον". (Φωτογραφία: Έφη Ν. Ψιλάκη) |
"Τὸν Δεκέμβριον τοῦ παρελθόντος ἔτους, 1854, τὸ ὑνίον γεωργοῦ ἀροτριῶντος, κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Μιραμπέλον τῆς Κρήτης, προσέκοψεν αὐλακίζον. Ὁ γεωργὸς ἀνασκάψας εἶδεν ὅτι τὸ πρόσκομμα ἦν μάρμαρον τετράγωνον τεσσάρων σπιθαμῶν περίπου τὸ ὕψος καὶ μιᾶς τὸ πλάτος· ἐξορύξας προσεκύλισεν αὐτὸ εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ἀγροῦ καὶ τὸ ἑσπέρας ἐπανελθὼν οἴκαδε συνεφώνει ἤδη τὴν πρᾶσιν αὐτοῦ πρός τινα οἰκοδομοῦντα οἶκον, διὰ νὰ τὸ θέση ὡς γωνίαν εἰς αὐτόν. Τὴν ἑπομένην ὅμως νύκτα ῥαγδαία βροχὴ καταπεσοῦσα διέλυσε τὸ ἀμφικαλύπτον τὸ μάρμαρον χῶμα καὶ ἀνεφάνησαν γράμματα ἐγκεχαραγμένα ἐπὶ τῶν τεσσάρων αὐτοῦ πλευρῶν. Τὰ γράμματα ταῦτα ἰδὼν διαβάτης τις ὑπέλαβεν ὅτι ὑπὸ τὸ μάρμαρον πρέπει νὰ κρύπτηται θησαυρός· ἐκοινοποίησε δὲ τὴν ἰδέαν του καὶ εἰς δεύτερον καὶ εἰς τρίτον καὶ οὕτως ἀπὸ στόματος εἰς στόμα ἔφθασεν εἰς τὰς ἀκοὰς τῆς Διοικήσεως ἥτις διέταξεν ἀμέσως τὴν μεταγωγὴν τοῦ μαρμάρου εἰς Ἡράκλειον. Ἀλλὰ ποῖος νὰ τὸ ἀναγνώση; Οἱ δυνάμενοι νὰ ἐννοήσωσιν ὁπωσοῦν εἶχον ἤδη διωχθῆ ἕνεκα τῶν περιστάσεων, οἱ δὲ μένοντες ἀδαεῖς δὲν ἦτο βεβαίως δυνατὸν νὰ ἐννοήσωσιν. Ὅθεν ἐκλαβόντες τὸ ἐν τῇ ἐπιγραφῇ πεδ ’ ἁμέραν ἀντὶπόδα, καὶ εὑρόντες κατωτέρω στατῆρας πεντακοσίους καὶἀργύριον , συνεδύασαν ταῦτα παραδόξως πως, καί, Ἄ! λοιπόν, εἶπον, εἰς πεντακοσίους πόδας ἀπὸ τοῦ μαρμάρου κεῖται τὸ ἀργύριον. Ἡ σοφὴ λοιπὸν διοίκησις διατάττει νὰ γίνουν ἀνασκαφαὶ «καὶ ἦν ὁ λόγος ἔργον εὐθύς». Μετ’ οὐ πολὺ εὗρον περικεφαλαίας τινὰς χαλκᾶς, τὰς μὲν σώας, τὰς δὲ καταβεβρωμένας ἐκ τοῦ χρόνου. Τοῦτο ἐδιπλασίασε τὰς προσπαθείας των· ἀλλὰ τέλος πολλὰ καμόντες, καί, τὸ τῆς παροιμίας, ἄνθρακας ἀντὶ θησαυροῦ εὑρόντες, ἐγκατέλιπον μὲν τὰς ἀνασκαφάς, συνέλαβον δὲ καὶ ἐφυλάκισαν τὸν ἀνακαλύψαντα τὸ μάρμαρον, ὑποπτευόμενοι ὅτι δῆθεν αὐτὸς εὑρὼν ἔκρυψε τὸν θησαυρόν· καὶ ἤθελεν ὑποστῆ ὁ ταλαίπωρος τῶν παθῶν του τὸν τάραχον, ἂν κατὰ καλήν του τύχην δύο μαθηταί, φεύγοντες τὴν ἐν Ἀθήναις χολέραν, δὲν ἔφθανον εἰς Ἡράκλειον. Τοὺς μαθητὰς τούτους προσεκάλεσεν ὁ πασᾶς, τοὺς ἔκλεισεν εἰς δωμάτιον ἐπὶ δύο ἡμέρας, καὶ διέταξεν αὐτοὺς νὰ ἐξηγήσωσι τὰ γράμματα· οὗτοι εἶπον ὅτι δὲν πρόκειται ποσῶς περὶ θησαυροῦ, καὶ οὕτω μόλις ἀπέλυσαν τὸν ἄνθρωπον· ὀθωμανὸς δέ τις σύμβουλος ἐπρότεινεν ἀξίαν τῆς τουρκικῆς του κεφαλῆς γνώμην, νὰ θραύσωσι δηλονότι τὸ μάρμαρον, διότι ἐν αὐτῷ κρύπτεται τὸ ἀργύριον! καὶ ἐσώθη μέν, ὡς μανθάνομεν, κατὰ τὸ παρὸν, ἀλλὰ Κύριος εἶδε, ὁποία τύχη τὸ περιμένει. Εἰς τοὺς μνησθέντας μαθητὰς ὁμολογοῦμεν χάριτας, διότι ἀντιγράψαντες μᾶς ἔφεραν τὴν ἐπιγραφήν.
Καὶ ταῦτα μὲν ὡς πρὸς τὴν ἀνακάλυψιν τῆς ἐπιγραφῆς, ἥτις βεβαίως εἶναι πολύτιμος εἰς τὴν φιλολογίαν διὰ τὰ ὁποῖα περιέχει καινοφανῆ πράγματα. Ἡμεῖς δὲ γνωρίζοντες ἐκ τοῦ πλησίον τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην, κρίνομεν καλὸν νὰ περιγράψωμεν ἐν ὀλίγοις τὰς θέσεις αὐτῆς, πρὸς καλητέραν (sic) κατάληψιν τῆς ἐπιγραφῆς· θέλομεν δὲ ξεναγήσει τὸν ἀναγνώστην ἀσφαλῶς ἐπὶ τοῦ πίνακος. Ἀρκεῖ τῷ ὄντι νὰ προσβλέψῃ ὁ βουλόμενος εἰς τὸν τυχόντα πίνακα τῆς Κρήτης, καὶ θέλει ἰδεῖ, εἰς τὸ ἀνατολικοβόρειον αὐτῆς, κόλπον βαθύν, κόλπον τοῦ Μιραμπέλου ἐπιγραφόμενον. Τὴν πρὸς ἀνατολὰς τοῦ κόλπου στερεὰν ἀποτελεῖ ἡ ἐπαρχία τῆς Σητείας, τὴν δὲ πρὸς δυσμὰς ἡ τοῦ Μιραμπέλου πρὸς τὸ μέρος δὲ τῆς τελευταίας ταύτης, ὅπουκεῖταιὁ λιμὴν τοῦ ἁγίου Νικολάου , σώζονται ἐρείπια ἀρχαίας πόλεως, ἥτις πιθανώτατα, κατὰ τὴν περιγραφὴν τοῦ Στράβωνος, ἦτο ἡ Μινώα…… «Πλατύτατη δέ, λέγει ὁ Στράβων, κατὰ τὸ μέσον ἐστὶν (ἡ Κρήτη). Πάλιν δὲ ἐντεῦθεν εἰς στενώτερον τοῦ προτέρου συμπίπτουσιν ἰσθμὸν αἱ ἠϊόνες περὶ ἑξήκοντα σταδίους τὸν ἀπὸ Μινώας τῆς Λυκείων εἰς Ἱεράπυτναν, καὶ τὸ Λιβυκὸν πέλαγος· ἐν κόλπῳ δ’ ἐστὶν ἡ πόλις.» Καὶ τῳόντι εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, κατὰ τὸ Λυβικὸν Πέλαγος, κεῖται ἡ Ἱεράπυτνα, Γεράπετρος σήμερονκαλουμένη.
Ο όρκος των νέων της Δρήρου, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αθηνά" στις 14.03.1855 |
Βαίνοντες ἀπὸ τῶν ἐρειπίων τῆς Μινώας πρὸς δυσμάς, παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἀπαντῶμεν λόφον ἀρκετὰ ὑψηλὸν καὶ ἀπόκρημνον, Ναξιὰ καὶπαρ’ ἄλλων Ὀξιὰ καλούμενον· ἐπ’ αὐτοῦ σώζονται πολλὰ ἐρείπια, καὶ μάλιστα δεξαμενῶν, τὰ ὁποῖα νομίζομεν, εἶναι ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Ὀά ξ ο υ , πιθανώτερον δὲ τῆς Νά ξου , τόσῳ μᾶλλον, καθ’ ὅσον καὶ σήμερον ἀκόμη ἀνορύττουσιν ἐκεῖ ἀκόνια τὰ ὁποῖα ὁ Πίνδαρος, ὁμωνύμως τῇ πόλει ταύτῃ, καθ’ ἣν ἐξωρύττοντο καὶ τὸ πάλαι, ὀνομάζει Ναξίας πέτρας. «Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ’ ἀκόναν.» (Ἰσ. VI΄. 105). Ναξία λίθος, ἡ κρητικὴ ἀκόνη, λέγει καὶ Στέφανος ὁ Βυζάντιος ἐν λέξει Νάξος .
Ἀμέσως ὑπὸ τὸν λόφον τοῦτον, εἰς τὸν μυχὸν τοῦ λιμένος τῆς Σπιναλόγγας, κεῖται χωρίον Ἐλοῦντα καλούμενον μὲ ἐρείπια ἀρχαίας πόλεως, πιθανὸν τῆς Ὀλοῦντος, ἐξ ἧς καὶ τὸ Ἐλοῦντα κατὰ τὸν γνωστὸν τρόπον, καθ’ ὃν αἱ αἰτιατικαὶ τῶν ἀρχαίων τριτοκλίτων ὀνομάτων γίνονται ὀνομαστικαὶ εἰς τὴν ἡμετέραν γλῶσσαν· ὅτι δὲ τὸ ὁ μεταβάλλεται πολλάκις εἴς ε χωρὶς ν’ ἀνατρέξωμεν εἰς ἄλλα παραδείγματα ἀναφέρομεν αὐτὸ τῆς ἐπιγραφῆς τὸ Ἀπέλλω να ἀντὶ Ἀπόλλωνα. Εἰς τὸ corpus Inscriptiorum ὑπάρχει συνθήκη μεταξὺ Ὀλουντίων καὶ Λατίων, καὶ νομίζομεν ὅτι ἂν ἡ Ὀλοῦς ἔκειτο παρὰ τὸ ῥηθὲν χωρίον ἴσως ἡ Λατὼ ἔκειτο ὅπου τὰ νῦν ἡ Σπιναλόγγα. Ἐπειδὴ ἡ Ὀλοῦς κεῖται πολλὰ πλησίον τῆς ὁποίας ἀνεφέραμεν Νάξου, εἶναι πιθανὸν ὅτι ἡ τελευταία αὕτη ἦτο ἀκρόπολις τῆς πρώτης, χρησιμεύουσα ὡς καταφύγιον ἐν ἀνάγκῃ.
Ἀφίνοντες τὴν Ἐλοῦντα καὶ βαίνοντες δυτικῶς καὶ μεσογείως, ἀπαντῶμεν τὸ χωρίον Φουρνὴν καὶ ὀλίγον δυτικώτερα τοῦτον τὸν τόπον, ἐν ᾧ εὑρέθη ἡ ἐπιγραφή. Εἶναι δὲ λόφος κατάφυτος ἀπὸ ἀμυγδαλέας καὶ περιορίζεται ὑπὸ τριῶν κοιλάδων· ὧν ἡ μὲν πρὸς νότον καλεῖται Σκάφ η τοῦ Μιραμπέλου, ἐν ᾗ κεῖνται τὰ πλειότερα τῆς ἐπαρχίας χωρία, ἡ δὲ πρὸς ἀνατολὰς Τριβαξώνας , καὶ ἡ πρὸς βοῤῥᾶν Χῶραι , ὁμωνύμως τῷ λόφῳ, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὁποίου σώζονται καὶ ἐρείπια ἐκκλησίας Βυζαντινῆς, ὡς εἰκάζομεν ἀπὸ τὰς ἐπὶ τῶν τοίχων ζωγραφίας, καλουμένης δὲ Ἅγιος Ἀντώνιος. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἐρειπίων, σώζονται ἐνταῦθα καὶ λείψανα Κυκλωπείων τειχῶν· ἐκαλεῖτο δὲ κατὰ τὴν ἐπιγραφὴν ἡ πόλις Δρῆρος. Βαίνοντες δυτικώτερα εἰς τὴν Σκάφην τοῦ Μιραμπέλου ἀπαντῶμεν πολλὰ χωρία, ἐν οἷς καὶ τὸ καλούμενον Λατσίδα, ἔνθα ὁ πίναξ φέρει ἐν παρενθέσει Λύκαστος· ἀμφιβάλλομεν ὅμως ἂν ἔκειτο αὐτόθι ἡ Λύκαστος, καθόσον οὔτε ἐρείπια φαίνονται καὶ ἡ πέριξ γῆ δὲν εἶναι λευκή· ἐνῷ κατὰ τὸν Ὅμηρον ἡ Λύκαστος ἦτον ἀργινόεσσα·
«Κρητῶν ὁ Ἰδομενεὺς δουροκλυτὸς ἡγεμόνευεν, Οἳ Κνωσσόν τ’ εἶχον, Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν, Λύκτον Μίλητόν τε, καὶ ἀργινόεντα Λύκαστον.»
(Ἰλ. Β. 645).
Βορειοδυτικῶς τοῦ χωρίου τούτου παρὰ τὴν θάλασσαν κεῖται ἕτερον χωρίον Μίλατος καλούμενον, σωζομένου ἀπαραλλάκτως τοῦ ὀνόματος τῆς ἀρχαίας Μιλήτου, καὶ δωρικῶς Μιλάτου, τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια εὑρίσκονται αὐτοῦ. Ταύτης γίνεται μνεία ἐν τῇ ἐπιγραφῇ, καὶ ἄποικοι ἐκ τῆς πόλεως ταύτης ἔκτισαν τὴν ἐν Ἰωνίᾳ Μίλητον. «Φησὶ δ’ Ἔφορος, λέγει ὁ Στράβων, τὸ πρῶτον κτίσμα εἶναι Κρητικὸν (ἡ Ἰωνικὴ Μίλητος) ὑπὲρ τῆς θαλάττης τετειχισμένον, ὅπου νῦν ἡ παλαιὰ Μίλητός ἐστι, Σαρπηδόνος ἐκ Μιλήτου τῆς Κρητικῆς ἀγαγόντος οἰκήτορας, καὶ θεμένου τοὒνομα τῇ πόλει τῆς ἐκεῖ πόλεως ἐπώνυμον.» Στρ. Β. ιδ΄. §. β΄
Καὶ ταῦτα μὲν ἡμεῖς ὡς πρὸς τὰς θέσεις τοῦ τόπου, περιμένοντες τὴν κρίσιν τῶν παρ’ ἡμῖν ἀρχαιολόγων ἐπὶ τῆς ἐπιγραφῆς, μέχρις οὗ φθάσῃ αὕτη εἰς τὸ ἀνέκκλητον τοῦ Βακχίου δικαστήριον. Τὸ ὄνομα Μιραμπ έλον τῆς ἐπαρχίας εἶναι βεβαίως Ἐνετικῆς καταγωγῆς, ἀλλ’ ὁ ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας λέγεται Πέτρας · ὅθεν εἰκάζεται ὅτι ὑπῆρχε καὶ πόλις Πέτρα, ἄδηλον ὅμως ποῦ ἔκειτο αὕτη. Ὅταν τὶς ἀναλογισθῇ ὅτι κατὰ τὴν ἐπαρχίαν ταύτην, ἓξ μόλις ὡρῶν μῆκος ἔχουσαν, εὑρίσκονται τοσούτων πόλεων ἐρείπια, πείθεται, νομίζομεν, ὅτι ὁ Ὅμηρος δὲν εἶπεν ὑπερβολὴν Ἑκατόμπολιν ὀνομάσας τῆς Κρήτην· ἀλλ’ ὁποία ἐρήμωσις σήμερον! "
MERABELLO LIBRO D'ORO
http://librodoro.blogspot.com/2011/01/1854.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου