Στην χθεσινή ανάρτηση διαβάσατε πως οι «κάτοικοι» της Σπιναλόγκα και ιδιαίτερα ο μεγάλος αγωνιστής τους Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης πάλεψαν για να αποκτήσουν μια ανθρώπινη και αξιοπρεπή διαβίωση μέσα στην αναγκαστική απομόνωσή τους. Σήμερα θα ήθελα να ολοκληρώσω την παρουσίαση της Σπιναλόγκα με την παρουσίαση δύο δημοσιευμάτων που θα σας εντυπωσιάσουν.
Το πρώτο δημοσίευμα είναι ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ» του 1929 που έκανε και παρουσίασε σε συνέχειες ο Δημοσιογράφος (ναι με Δ κεφαλαίο) Άγγελος Σγουρός και περίληψη του οποίου βρήκα στις 18/10/2010 στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» του Ηρακλείου Κρήτης.
Το δεύτερο δημοσιεύθηκε στις 11.7.2010 στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» και αναφέρεται σε μια δραματική επιστολή-έκκληση του γιατρού-βουλευτή Μιχάλη Καταπότη (30.3.1931) προς τον τότε Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Δεν αποφεύγω πάντως να μπω στον πειρασμό να επισημάνω και το πολιτικάντικο κλείσιμο της επιστολής του βουλευτή : «Και επειδή, από ό,τι οσφραίνομαι, πάμε για εκλογές, καλό θα ήτανε αυτά τα έργα που κρίνει αναγκαία το υπουργείο να αρχίσουν αμέσως, οπότε θα έχουμε οπωσδήποτε και κομματικά οφέλη, ψήφους.»
Τέλος αφού αναφέρθηκα σε βιβλία-μυθιστορήματα για το νησί θα ήθελα να αναφερθώ στο τέλος της σημερινής ανάρτησης και σε δύο ταινίες που η πλοκή τους έχει σαν τόπο την Σπιναλόγκα.
1
Το πρώτο δημοσιογραφικό οδοιπορικό στη Σπιναλόγκα,
το 1929
Μια μοναδική καταγραφή για το νησί των λεπρών
Τα συγκλονιστικά ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εμπρός» στο νησί των λεπρών, από τον πρώτο δημοσιογράφο που τους επισκέφτηκε
Το νησί των κολασμένων, η Σπιναλόγκα, μετατράπηκε σε χώρο απομόνωσης των χανσενικών, των λεπρών όπως τους ξέρομε, στα 1905, με απόφαση της βουλής της Κρητικής Πολιτείας.
Αρχικά φιλοξενούσε μόνο τους ασθενείς από την Κρήτη, που ήταν απομονωμένοι, ούτως ή άλλως, στα χωριά και στην περιοχή της Μεσκινιάς του Ηρακλείου. Και μετά την ένωση, ασθενείς απ’ όλη την Ελλάδα.
Μέχρι το 1929 οι λεπροί έμεναν ουσιαστικά μόνοι τους, δεχόμενοι μόνο τις επισκέψεις μερικών γιατρών, και καμιά φορά κάποιου κυβερνητικού παράγοντα για να τους υποσχεθεί – από απόσταση…- την κρατική στοργή και φροντίδα, που βέβαια δεν είδαν ποτέ, γεγονός που τους ανάγκασε, στη δεκαετία του 1950, να προχωρήσουν ακόμη και σε εξέγερση.
Το κολαστήριο, στο οποίο μαρτύρησαν εκατοντάδες άνθρωποι μέχρι το 1957 που οριστικά σταμάτησε να λειτουργεί το νησί ως τόπος απομόνωσης των λεπρών, επισκέφτηκε για πρώτη φορά ένας δημοσιογράφος για επιτόπιο ρεπορτάζ το καλοκαίρι του 1929.
Τουλάχιστον όπως εκείνος έγραψε, ήταν ο πρώτος που συνάντησε τους λεπρούς στα σπίτια τους, στη Σπιναλόγκα. Και μάλιστα για να έχει απόδειξη ότι πήγε στο νησί, σκιτσάρισε και έδωσε στη δημοσιότητα ανθρώπους που ζούσαν στον οικισμό των λεπρών.
Ήταν ο δημοσιογράφος Άγγελος Σγουρός της εφημερίδας «Εμπρός» της Αθήνας, ο οποίος δημοσίευσε το οδοιπορικό του σε συνέχειες, από τις 29 Ιουλίου μέχρι την 1η Αυγούστου του 1929.
Ο τίτλος του πρώτου δημοσιεύματός του ήταν «Ο αργός θάνατος στο νησί των λεπρών», και υπότιτλο, «οι λεπροί δεν μαρτυρούν από την αρρώστεια τους αλλά από την κοινωνική και πολιτική αδιαφορία».
Το πρώτο αυτό μέρος αναφέρεται γενικότερα στην κοινωνική προκατάληψη, την έλλειψη ευαισθησίας και φροντίδας του κράτους, ενώ ψέγει και τη στάση των πλουσίων της Αθήνας, που δεν συγκινούνται.
Παράλληλα επιτίθεται σε συνάδελφό του δημοσιογράφο άλλης εφημερίδας που είχε δημοσιεύσει πριν από 2 χρόνια, το 1927, ρεπορτάζ, αλλά χωρίς να πατήσει πάνω από 2 λεπτά στο νησί, όπως τον κατηγόρησε ο Σγουρός!
Το πρώτο από τα τέσσερα συνεχόμενα δημοσιεύματα το παραλείπομε, καθώς περιλαμβάνει μόνο γενικές αναφορές, κρίσεις και…επιθέσεις σε δημοσιογράφους, κρατικούς παράγοντες και φιλάνθρωπους.
Τα επιτόπια ρεπορτάζ, στα οποία αναδεικνύεται η ευαισθησία και η συμπαράσταση του δημοσιογράφου προς τους χανσενικούς, αλλά και οι προκαταλήψεις του, δημοσιεύονται στα άλλα τρία φύλλα της εφημερίδας.
Το κάθε δημοσίευμα είχε δικό του ξεχωριστό τίτλο, τον οποίο παραθέτομε πριν το κείμενο. Παράλληλα αναδημοσιεύομε σκίτσα του ίδιου του Σγουρού, με τις λεζάντες που ο ίδιος είχε γράψει.
Σημειώνομε ότι η επίσκεψή του στη Σπιναλόγκα είχε γίνει με την αφορμή επίσκεψης ενός υφυπουργού της κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά και γιατρών που τον ακολουθούσαν.
Το νησί των κολασμένων, η Σπιναλόγκα, μετατράπηκε σε χώρο απομόνωσης των χανσενικών, των λεπρών όπως τους ξέρομε, στα 1905, με απόφαση της βουλής της Κρητικής Πολιτείας.
Αρχικά φιλοξενούσε μόνο τους ασθενείς από την Κρήτη, που ήταν απομονωμένοι, ούτως ή άλλως, στα χωριά και στην περιοχή της Μεσκινιάς του Ηρακλείου. Και μετά την ένωση, ασθενείς απ’ όλη την Ελλάδα.
Μέχρι το 1929 οι λεπροί έμεναν ουσιαστικά μόνοι τους, δεχόμενοι μόνο τις επισκέψεις μερικών γιατρών, και καμιά φορά κάποιου κυβερνητικού παράγοντα για να τους υποσχεθεί – από απόσταση…- την κρατική στοργή και φροντίδα, που βέβαια δεν είδαν ποτέ, γεγονός που τους ανάγκασε, στη δεκαετία του 1950, να προχωρήσουν ακόμη και σε εξέγερση.
Το κολαστήριο, στο οποίο μαρτύρησαν εκατοντάδες άνθρωποι μέχρι το 1957 που οριστικά σταμάτησε να λειτουργεί το νησί ως τόπος απομόνωσης των λεπρών, επισκέφτηκε για πρώτη φορά ένας δημοσιογράφος για επιτόπιο ρεπορτάζ το καλοκαίρι του 1929.
Τουλάχιστον όπως εκείνος έγραψε, ήταν ο πρώτος που συνάντησε τους λεπρούς στα σπίτια τους, στη Σπιναλόγκα. Και μάλιστα για να έχει απόδειξη ότι πήγε στο νησί, σκιτσάρισε και έδωσε στη δημοσιότητα ανθρώπους που ζούσαν στον οικισμό των λεπρών.
Ήταν ο δημοσιογράφος Άγγελος Σγουρός της εφημερίδας «Εμπρός» της Αθήνας, ο οποίος δημοσίευσε το οδοιπορικό του σε συνέχειες, από τις 29 Ιουλίου μέχρι την 1η Αυγούστου του 1929.
Ο τίτλος του πρώτου δημοσιεύματός του ήταν «Ο αργός θάνατος στο νησί των λεπρών», και υπότιτλο, «οι λεπροί δεν μαρτυρούν από την αρρώστεια τους αλλά από την κοινωνική και πολιτική αδιαφορία».
Το πρώτο αυτό μέρος αναφέρεται γενικότερα στην κοινωνική προκατάληψη, την έλλειψη ευαισθησίας και φροντίδας του κράτους, ενώ ψέγει και τη στάση των πλουσίων της Αθήνας, που δεν συγκινούνται.
Παράλληλα επιτίθεται σε συνάδελφό του δημοσιογράφο άλλης εφημερίδας που είχε δημοσιεύσει πριν από 2 χρόνια, το 1927, ρεπορτάζ, αλλά χωρίς να πατήσει πάνω από 2 λεπτά στο νησί, όπως τον κατηγόρησε ο Σγουρός!
Το πρώτο από τα τέσσερα συνεχόμενα δημοσιεύματα το παραλείπομε, καθώς περιλαμβάνει μόνο γενικές αναφορές, κρίσεις και…επιθέσεις σε δημοσιογράφους, κρατικούς παράγοντες και φιλάνθρωπους.
Τα επιτόπια ρεπορτάζ, στα οποία αναδεικνύεται η ευαισθησία και η συμπαράσταση του δημοσιογράφου προς τους χανσενικούς, αλλά και οι προκαταλήψεις του, δημοσιεύονται στα άλλα τρία φύλλα της εφημερίδας.
Το κάθε δημοσίευμα είχε δικό του ξεχωριστό τίτλο, τον οποίο παραθέτομε πριν το κείμενο. Παράλληλα αναδημοσιεύομε σκίτσα του ίδιου του Σγουρού, με τις λεζάντες που ο ίδιος είχε γράψει.
Σημειώνομε ότι η επίσκεψή του στη Σπιναλόγκα είχε γίνει με την αφορμή επίσκεψης ενός υφυπουργού της κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά και γιατρών που τον ακολουθούσαν.
Αλέκος Α. Ανδρικάκης
andrikakis@patris.gr
Στους βράχους της Σπιναλόγκας βρίσκονται υπάρξεις
που προπαντός έχουν ανάγκη βοηθείας..
Όλοι όσοι άκουσαν ότι θα πάω στη Σπιναλόγκα με εχαρακτήρισαν για τρελλό, πολλοί δε γυρίζοντας στην Αθήνα με κυττάζουν με φρίκη ως φορέα της λέπρας, ίσως θα περίμεναν να περάσω και μέσα από τον απολυμαντικό κλίβανο δια να απαλλαγώ του φορτίου των μικροβίων της λέπρας ή των βακίλλων του Χάνσεν.
Σε όλα αυτά πταίει η πρόληψις, η προκατάληψις.
Κατά την εδώ διαμονήν μου επεσκέφθηκα δυό φορές το νησί των λεπρών. Την πρώτη φορά ομολογώ, ότι πήγα με σφιγμένη καρδιά και έμεινα όσον προ διετίας και ο συνάδελφος που ανέφερα χθες.
Δεν είδα τίποτα, με το φρικώδες συναίσθημα ότι κάνω ένα λουτρό σε πύον λέπρας και έφυγα άρον-άρον, μη περιμένοντας ούτε τον υπουργό, ούτε τους ιατρούς, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι να ακούσουν την γεμάτην φιλολογικάς εξάρσεις προσφώνησιν του Παπαφανουράκη (σ.σ. ήταν ο εκπρόσωπος των λεπρών πριν τον Ρεμουνδάκη).
Επρεπε όμως να ιδώ και να πάρω σκίτσα. Δεν μου άρεσε να ακολουθήσω τον γνωστόν και αποκλειστικώς δημοσιογραφικόν δρόμον, εναερίως επί των νώτων του Πηγάσσου της φαντασίας, με την βοήθειαν του οποίου εισήλθεν ο συνάδελφος, εις την “κόλασιν” αυτήν και η Μαρύζ Σουαζύ εις το Αγιον Ορος.
Και ξαναπήγα την επομένην εξακριβώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η φιλοτιμία καταπνίγει πολλές φορές και τους ισχυρότερους δισταγμούς.
Μπήκα από μια ενετικήν πύλην που αφίνει δίοδον διά μέσου του παλαιού τείχους του φρουρίου. Σ’ αυτήν την πύλη μπαίνοντας, είδα και εγώ, καθώς περιγράφει ο συνάδελφος, την επιγραφήν που φέρει και η πύλη της κολάσεως του Δάντε, αλλά φεύγοντας δεν υπήρχε πλέον, είχεν εξαλειφθή, όπως είχεν εξαφανισθή από την ψυχήν μου κάθε παλαιά αποτροπιαστική εντύπωσις.
Μία πένθιμη αχλύς τυλίγει την ατμόσφαιραν και το τοπείον της Σπιναλόγκας καθώς το πρωτοαντικρύζω, αφού όμως είδα καλλίτερα, πείσθηκα ότι δεν είναι η αρρώστεια που κάνει το νησί πένθιμο και αποκρουστικό, ούτε επειδή κατοικείται από λεπρούς, αλλά είναι μόνο του φυσικά τραχύ ξερό και εντελώς ακατάλληλο για ανθρώπους προπαντός δυστυχισμένους. Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο παράπονο των λεπρών και δια να εξακριβώση αυτή την κατάσταση έφθασεν ως το απόμερον καταφύγιόν τους ο υφυπουργός της Υγιεινής.
Επαναλαμβάνω τα παράπονα που φώναζαν τα παραμορφωμένα στόματα των λεπρών και ικέτευαν τα δακρυσμένα τυφλά μάτια τους: Οι άνθρωποι μας εγκατέλειψαν, η πολιτεία μας επέταξε σ’ έναν έρμο τόπο χωρίς χώμα, χωρίς νερό, χωρίς σκιά πρασινάδας. Δεν θέλουμε να ζήσουμε με τους υγιείς, αλλά ζητούμεν να μας δώσουν έναν τόπο καλλίτερο που να μας παρέχη κάποια γεωργική απασχόλησι, που να μας κάνη να ξεχνούμε την μεμψιμοιρίαν μας για την αρρώστεια...
Η Σπιναλόγκα (Μακρύ Αγκάθι) είναι ένα παληό Βυζαντινό φρούριο επιδιωρθωμένο έπειτα από τους Ενετούς.
Βρίσκεται κτισμένο επάνω σ’ ένα νησάκι.
Επί Κρητικής Πολιτείας στα 1905 απεφασίσθη να περισυλλεγούν και να αποσταλούν εκεί οι επαιτούντες εις τας πόλεις της Κρήτης λεπροί. Από το 1912 δε αποστέλλονται και οι λεπροί-όσον είναι δυνατόν απολύτως-όλης της Ελλάδος. Εως τότε η Σπιναλόγκα με τα ψηλά μουράγια, τα δαυλιά, τις ντάπιες και τις μπουκαπόρτες, χρησίμευε αποκλειστικά ως φρούριον και ακόμη στα 1897 οι Κρήτες επαναστάται έκαμαν ισχυράς προσβολάς εναντίον των καταφυγόντων εκεί Τούρκων, αλλά παρημποδίσθησαν, όπως πάντοτε, υπό των παραπλεόντων Γαλλικών πολεμικών.
Δέκα βήματα στο εσωτερικό δυό ματιές, μια γνωριμία στο φως της ημέρας και αμέσως αρχίζω να εξοικειώνομαι.
Γενικά όλων των λεπρών τα πρόσωπα είναι πρισμένα, φουσκωμένα τα χείλη και άλλων φαγωμένα, συνεσπασμένα σε κάποια γκριμάτσα που μοιάζει με στραβό χαμόγελο. Παραμορφωμένες μύτες κομμένες ως επί το πλείστον, αλλά επουλωμένες χωρίς να φαίνεται το κόκκαλον. Πολλοί είναι εντελώς στραβοί άλλοι μονόφθαλμοι, χωρίς βολβό και γενικώς όλοι προσβεβλημένοι στα μάτια. Αυτά είναι τα πρόσωπα που αντικρύζω. Η λέπρα είναι δύο ειδών: η φυματιώδης και η αναισθητική. Η αναισθητική είναι εκείνη που ακρωτηριάζει, παραμορφώνει, αφαιρεί τα δάκτυλα και κόβει τις μύτες. Εκείνοι που πάσχουν από την φυματιώδη λέπραν, απλώς πρίσκονται παντού και γεμίζουν μεγάλα κόκκινα χαλκόχρωμα σπυριά που πότε ανοίγουν και τρέχουν και πότε κλείνουν.
Νομίζω ότι δεν έχει εκλείψει παντελώς κάθε αίσθημα φιλαρεσκείας από τις γυναίκες. Το παρετήρησα από το ότι όλες εσιάχνονταν όταν ήθελα να τις σχεδιάσω και έπειτα όπως όλες οι γυναίκες των σαλονιών ζητούσαν να δουν τα σκίτσα που τους έκαμα για να αντιληφθούν αν τις κολακεύω ή τις... παραμορφώνω περισσότερον. Το βέβαιον είναι ότι καθρέπτης δεν υπάρχει εκεί πουθενά. Καταλαβαίνω λοιπόν ότι μεταξύ των δεν τας πειράζει η ασχημία τους, αλλά στους ξένους, θέλουν να ελαττώνουν όσο το δυνατόν αυτήν την εντύπωσιν. Είναι άραγε από φιλαρέσκειαν;
Συνηθίζω σιγά σιγά στο θέαμα αυτών των παραμορφωμένων προσώπων που με κοιτάζουν τόσο παράξενα και μέσα μου αρχίζει να καταπνίγεται ο φόβος και να επικρατή μόνον περιέργεια να μπω παρα μέσα, να δω πώς ζουν, και ακόμη να αντικρύσω τους φρικτώτερα παραμορφωμένους που μένουν στα σπίτια, ακόμη να αισθανθώ αυτήν την φρικώδη οσμήν που φλόμωσε τους πνεύμονας του προεπισκεφθέντος συναδέλφου, αλλά την οποίαν ματαίως ζητούν οι διεσταλμένοι ρώθωνές μου. Ισως να μη έχω ανεπτυγμένον το αισθητήριον της οσφρήσεως, αλλά ούτε και κανείς άλλος μου είπεν ότι ησθάνθη την φοβεράν οσμήν “της σαπρίας του τάφου”.
Μέσα στα στενά δρομάκια καθώς περνώ βγαίνουν στις πόρτες διαρκώς λεπροί. Είναι πολυάριθμοι, βρίσκονται εκεί περίπου 270. Οσφραίνομαι αναζητώντας την φρικώδην οσμήν της αποσυνθέσεως, αλλά από κάποιο περβάζι παραθυριού στάζουν μερικές σταγόνες αρώματος βασιλικού της γλάστρας και δύο τρία ωραία γεράνια σκορπίζουν μερικές δέσμες από την φλογοκόκκινη χαρά τους.
Από ένα στενό παράθυρο κρέμεται ένας λεπρός με κουτσουριασμένα χέρια στους καρπούς. Τα αδυνατισμένα ξερά ατροφικά του χέρια έμοιαζαν με καϋμένα κούτσουρα. Κι ακόμη κάποιος καλόγηρος από το Καρπενήσι που βάλει από την πόρτα μιας τρώγλης την ειδεχθή μορφή του, φωνάζοντας κι αυτός τα παράπονά του για μια καλλύτερη διαβίωσι.
Το “κουτσουρόκακο”, καθώς λέγεται, είναι ο ακρωτηριασμός. Πέφτουν τα δάχτυλα και μένουν ως τον καρπό. Μένουν δυό χέρια και δυό πόδια χωρίς δάχτυλα, αδύνατα, ατροφικά, μαυρισμένα σαν καϋμένα στη φωτιά.
Κάποια γραία εβδομηντάρα, αόμματη, καθισμένη στο κεφαλόσκαλο της εμπατής του σπιτιού της, προσπαθεί με τα απομεινάρια των χεριών της να διορθώση το μαύρο τσεμπέρι που της τυλίγει το πρόσωπο.
Δίπλα της μια νέα, λεπρή και αυτή, αλλά με ελαχίστας εκδηλώσεις, γνέθει μαλλί. Η εικόνα αυτή μου θυμίζει χωριάτικο νοικοκυριό.
... Γιατί όμως αυτή η εγκατάλειψις των λεπρών στο άνυδρο αυτό ξερονήσι; Γιατί πρέπει να μαρτυρούν οι φριγμένοι λάρυγγές των για μια σταγόνα νερό; Αν δεν τους ποτίση η θεια πρόνοια με το βρόχινο νερό της, αυτοί δεν πίνουν. Και το βρώμικο αυτό νερό μαζεύεται μέσα από τους ακάθαρτους δρόμους.
Αυτό είναι το μαρτύριον των καταδικασμένων “εγκληματιών” της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έκαμαν το μεγάλο έγκλημα δια την κοινωνίαν μας να αρρωστήσουν.
... Γιατί να μην έχουν οι λεπροί δυό μόνο σπιθαμές γη να καλλιεργούν, όσων τα δάκτυλα μπορούν να σφίξουν ακόμη την τσάπα, ένα χωραφάκι, ένα μποστάνι, ένα περβόλι. Ετσι σιγά σιγά, με την εργασία, με κάποια απασχόλησι θα βλέπουν μέσα από τους πέπλους της δυστυχίας που σκεπάζουν την αδυνατισμένη τους όρασι, ότι υπάρχει στη ζωή μια ζυγαριά που στο ένα της μέρος βαραίνει λίγη χαρά, κάποια ευτυχία, ως αντίβαρον της πικρίας των.
Εκείνη η γυναίκα που έγνεθε μπορούσε να αλμέξη μια δυο κατσίκες να κάμη ένα νοικοκυριό σ’ ένα καθαρό σπιτάκι.
Με πόσον ολίγα πράγματα είναι δυνατόν να δημιουργηθή κάποια βιώσιμος ζωή. Και πάλιν σκέπτομαι τους φιλανθρώπους της επιδείξεως και του φαρισαϊσμού, οι οποίοι αποφασίζουν να διαθέσουν τον οβολόν του περισσεύματός των δι’ αγαθοεργίας. Σκέπτομαι πόσον θα ήτο προτιμότερη γι’ αυτούς μία ηχώ από ένα στόμα λεπρού που μορφάζει στην παραμόρφωσί του. Αραγε θα συγκινηθή κανείς απ’ αυτούς, διότι είναι βέβαιον ότι αν δεν κινηθή παράλληλα με το Κράτος και η ιδιωτική γενναιοδωρία, ασφαλώς η κατάστασις των μαρτύρων αυτών δεν θα μεταβληθή.
Θα ήμην ευτυχής αν έβλεπα έστω και μίαν μόνον δωρεάν. Θα ήμην τρισευτυχής, επαναλαμβάνω, διότι η επιτυχία θα ήτο εδική μου, διότι δεν θα επήγαινε χαμένη η φωνή της απελπισίας των λεπρών, την οποίαν εγώ μετέφερα έως εδώ, έως τα αυτιά της φιλανθρωπίας.
Να ιδούμε...
... Οι λεπροί πρέπει να μεταφερθούν από την Σπιναλόγγαν...
Εγραψα χθες για την μαρτυρική ζωή της άμοιρης αυτής κοινωνίας των αποδιοπομπαίων, για την αδικία που ραβδίζει αλύπητα αυτές τις πονεμένες ψυχές, για την φρίκη που προξενεί σε κάθε άνθρωπο αυτό το απεχθές περιβάλλον της Σπιναλόγγας. Και όμως ανάμεσα στα σιωπηλά, ερειπωμένα μουράγια του παλαιού φρουρίου, στους άνυδρους βράχους, στον ήλιο και στη μανία των ανέμων του Κρητικού πελάγους, ζουν άνθρωποι φυλακισμένοι. Δεν είναι άνθρωποι του φόνου και του κακουργήματος, δεν είνε αιμοβόροι λησταί που τυρρανιούνται καταδικασμένοι εις τα ισόβια αυτά δεσεμά, δεν είναι δολοφόνοι, απατεώνες, πλαστογράφοι που πληρώνουν εις την ανθρωπίνην δικαιοσύνην τα αμαρτήματά των, είνε δυστυχισμένες υπάρξεις που η μοίρα τις έκαμε με σαρακοφαγωμένα πρόσωπα, χωρίς μάτια, χωρίς μύτες, με ακρωτηριασμένα χέρια, με πόδια ανίκανα να τους κρατήσουν. Τους δυστυχείς αυτούς έπρεπε να προσπαθή η πολιτεία και η κοινωνία να τους απαλλάσση όσο το δυνατόν του φόρτου της δυστυχίας των καθιστώντας τους ένα βίον αν όχι ευχάριστον, πάντως άξιον διά μίαν ύπαρξιν με αξιώσεις ανθρώπου και όχι σκύλου της νήσου του Βοσπόρου.
Η μεταφορά των λεπρών από της Σπιναλόγγας είναι απαραίτητος. Πρέπει να ιδρυθή λεπροκομείον με την επιστημονικήν σημασίαν της λέξεως, και όχι η Σπιναλόγγα να λέγεται λεπροκομείον, δηλαδή τόπος ισοβίου μαρτυρικής εξορίας. Να ιδρυθή νοσοκομείον και ιατρείον όπου σοβαροί επιστήμονες να αφιερώσουν την ζωή των εις την μελέτην, ούτως ώστε να προκύψη και κάτι το αποτελεσματικόν κατά της νόσου. Κατ΄αυτόν τον τρόπον θα φύγη από την ψυχή των αρρώστων η απελπισία και θα τοις γεννηθή η ελπίς της ιάσεως. Αυτή η αυθυποβαλλομένη ελπίς επιδρά ασφαλέστερα και καλλίτερα από κάθε άλλην θεραπείαν εις τις ψυχές που τις παραδέρνει η μαύρη απαισιοδοξία.
Η θεραπεία της λέπρας ακόμη ευρίσκεται εις πειραματικόν στάδιον. Εφαρμόζονται ενέσεις ελαίου του ιατρού “Σωλμογκρά” και παρόμοιαι τοόυτων όπως το “αντιλεπρόλ” και ”Ριγκανόλ”, επίσης με κάποιαν σχετικότητα επιτυχίας δοκιμάζεται και το γνωστόν (...) καθώς και η εις τους φυματικούς εφαρμοζομένη θεραπεία ενέσεων χρυσού. Λέγεται ότι μια συστηματική θεραπεία εξ 700-800 ενέσεων σταματά την περαιτέρω δράσιν των μικροβίων της λέπρας ή βακίλων του Χάνσεν.
Εις την Σπιναλόγγαν σήμερον η θεραπεία είναι αστεία η δε παρακολούθησις των ασθενών πλημμελεστάτη. Δεν πταίει κανείς. Οι λεπροί δεν έχουν πλέον πεποίθησιν εις τίποτε παραδέρνονται στην απελπισία της μοιραίας δυστυχίας των και του επιπροσθέτου μαρτυρίου που τους ώρισεν η κρατική αναλγησία.
Μερικοί έκαμαν 15-30 ενέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξη η κάθε ένεσις και ένα φοβερόν πυώδες απόστημα! Η κατάστασίς τους τούς εμφανίζεται, και δικαίως, χωρίς την ελαχίστην ακτίνα ελπίδος, με τα ζοφερώτερα χρώματα της απαισιοδοξίας. Δι’ αυτό, επαναλαμβάνω χρειάζονται σοφοί μελετηταί, οίτινες να αναλάβουν την παρακολούθησιν των μορφών και των φάσεων της ασθενείας, και οι οποίοι ως σκοπόν της ιατρικής των φιλοδοξίας να θέσουν την ανακάλυψιν συστηματικής θεραπείας ικανής να εμπνεύση την ελπίδα και την πεποίθησιν.
Η μετάδοσις της ασθενείας είνε αρκετά μυστηριώδης και εντελώς ανεξιχνίαστος ακόμη. Υπάρχει στην Σπιναλόγγα ιερεύς ο οποίος αντί του ευτελούς μισθαρίου των 2100 δραχμών μηνιαίως και της καλογηρικής πεποιθήσεως ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον σώζει την ψυχήν του, συζή τρία χρόνια τώρα με τους λεπρούς και όμως είνε υγιέστατος. Δεν ηξεύρω εάν τον προστατεύη το ιερατικόν του σχήμα, αι προσευχαί και η νηστεία ή η τύχη· πάντως υπάρχει και άλλο παράδειγμα εκπληκτικώτερον. Μια πλύντρια του λεπροκομείου υγιεστάτη συζή ερωτικώς με ένα λεπρόν, και όμως παρ’ όλον που η αισθηματικότης της την παρέσυρε πολλές φορές εις το σημείον να ζητή δια της βίας δι’ εμβολιασμού να γίνη και αυτή λεπρή εν τούτοις δεν επέτυχε την ποθουμένην εξομοίωσιν.
Δια την λέπραν γενικώς παραδέχονται την κληρονομικότητα. Τα τέκνα λεπρών γονέων ίσως να μην έχουν εκδηλώσεις, πάντως εις την δευτέραν ή τρίτην γενεάν ασφαλώς θα παρουσιασθή η κληρονομουμένη κατάρα.
Ασφαλώς πρέπει να παύση η τεκνοποίησις η αναπαραγωγή δια να λείψη η φρικαλέα νόσος. Ευτυχώς ότι η λέπρα εις την Ελλάδα είνε σπανία, του ποσοστού της υπολογιζομένου εις 1 στις 50.000 εν αντιθέσει προς άλλας χώρας που φθάνει και εις 7 τοις 100.
Δια να εκλείψη η απαισία νόσος πρέπει να παύση η τεκνοποίησις των λεπρών
... Η λέπρα έχει το κακόν να επιφέρη και διαρκή ερεθισμόν εις τας φυσικάς ορμάς. Ωθεί ακαταπαύστως προς τον έρωτα και την απόλαυσιν, προς τον αισθησιασμόν και την ηδονήν.
Οι έρωτες των λεπρών, αι αντιζηλείαι, οι καυγάδες, αι διαμάχαι περί μίαν κατάκτησιν, αναστατώνουν διαρκώς την μακράν των κοινωνίαν.
Αναλογίζομαι με φρίκη τους έρωτες αυτούς στις σκοτεινές τρώγλες και συλλογίζομαι εκείνα τα παραμορφωμένα χείλη, αναζητώντας την λεπτή, την απροσδιόριστον ηδονήν του φιλήματος των ρωμαντικών, προσπαθώ να σχηματίσω εικόνα αγκαλιάσματος με χέρια που δεν αισθάνονται που είναι ξερά σαν κούτσουρα και δεν έχουν δύναμι να σφίξουν, και ζητώ να καταλάβω τι συναίσθημα κυριαρχεί μέσα τους καταπνίγοντας όλη αυτή την αποκρουστική εντύπωσι.
Και όμως οργιάζουν καθώς μαθαίνω. Οργιάζουν σαν τα ζώα, μη ζητώντας κανένα αισθησιασμό, αλλά απλώς την βάρβαρη ικανοποίησι μιας ωρισμένης φυσικής ορμής. Και οι γυναίκες γεννοβολούν διαιωνίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπον, την δυστυχία μιας καταραμένης ζωής, από γενεάς εις γενεάν, γιατί, καθώς και χθες έγραφα, η ασθένεια αυτή είναι και κληρονομική.
Προ ετών έκαμαν πειράματα διασώσεως των νεογεννήτων, τα έφερναν εδώ εις το βρεφοκομείον και αργότερα εις το νοσοκομείον λοιμωδών νόσων.
Τα περισσότερα ξαναγύρισαν στην Σπιναλόγκα άρρωστα.
Στα ξένα λεπροκομεία, δια’ ακτινοθεραπείας καθιστούν τους άνδρας ανικάνους προς γονιμοποίησιν, ούτως ώστε να μη φέρουν εις τον κόσμον υπάρξεις καταδικασμένες εις το σκληρόν αυτό μαρτύριον.
Είναι ο μόνος τρόπος να μετριασθή τουλάχιστον, αν όχι να εξαλειφθή παντελώς η λέπρα.
Οταν παύση η διαρκής αναδημουργία υπάρξεων με την αυτήν εκ γενετής καταδίκην, όταν δεν έρχωνται εις τον κόσμον πλέον βρέφη με τους βακίλλους του Χάνσεν εις το αίμα τους, όταν από τα σπλάγχνα μιας λεπρής μητέρας δεν θα παραδίδεται εις την ερχομένην γενεάν, η απαισία κληρονομία, τότε υπάρχει ελπίς να λιγοστεύσουν και να εκλείψουν, ίσως οι πελάται της κολάσεως αυτής.
Εάν επί τέλους συγκινηθή η κρατική αστοργία και μεταφερθούν οι λεπροί, εάν ιδρυθή νοσοκομείον άρτιον με όλας τας επιβαλλομένας επιστημονικάς εγκαταστάσεις, τότε δεν πρέπει να λησμονηθή το απαραίτητον των ακτίνων.
... Κάθε νεόφερτη στην Σπιναλόγκα αποτελεί μοιραίως και νομίμως την σύντροφον του ισχυρωτέρου. Αντιξη σύντροφον του ισχυροτέρου. Αντιξηφίστομες. Ο κουτσαβακισμός δεν λείπει απ’ εκεί μέσα. Κατά τα κρητικά έθιμα οι ερίζοντες περί μίαν κατάκτησιν στολίζοντα με γιορτινά, με βασιλικό εις το αυτί και με κουμπούρες εις την ζώνην.
Την ημέρα που πήγα είχαν απομονώσει δύο λεπρούς αδελφούς οι οποίοι επρόκειτο να εκτοπισθούν εις το λεπροκομείον της Σάμου, ακριβώς δια τον λόγον ότι είχον τρομοκρατήσει με τους ψευδοπαλληκαρισμούς των την μικράν πολιτείαν.
Συλλογίζομαι πως μια νεόφερτη που ως χθες ζούσε στην κοινωνία μας, που ασφαλώς η καρδιά της τρεφόνταν με την ιδέαν ενός ωραίου συζύγου, που στο όνειρό της έβλεπε την μορφή του καλού της και στον ξύπνο της ενεσάρκωνε το είδωλον της φαντασίας της εις το πρόσωπον κάποιου ευσταλούς νέου, πώς είναι δυνατόν να δεχθή χωρίς τον φόβον παραφροσύνης το απότομον χτύπημα της τύχης να συνενώση την ζωήν της με τον μοιραίον λεπρόν που θα κατορθώση να την κάνη δική του.
Σκέπτομαι την απότομη αλλαγή, τον ψυχικό αυτό κλονισμό που τους ξεριζώνει κάθε προηγούμενο αίσθημα και σκέψι, κάθε αντίληψι, κάθε συνήθεια, και τους αφομοιώνει σε μια ζωή κάθε άλλο ανθρώπινη.
Σκέπτομαι με απορία πώς οι άνθρωποι αυτοί τις πρώτες στιγμές, στον ψυχικό σάλο της πρώτης απελπισίας, δεν αυτοκτονούν... Και όμως, καθώς από όλους ήκουσα και καθώς ο ίδιος αντελήφθην, δεν υπάρχουν πλέον φιλόζωοι άνθρωποι απ’ αυτούς. Αγαπούν αυτό που τους μένει.
... Και ο ναΐσκος της Σπιναλόγκας δέχεται πολλές φορές ζευγαρωμένους λεπρούς που ζητούν να ενωθούν και με την ευλογίαν της εκκλησίας. Και ο ρασοφόρος που εδέχθη αυτήν την θέσι με την ελπίδα της σωτηρίας της ψυχής του και του μισθαρίου των 1.200 δρχ. (και όχι 2.100 όπως εκ τυπογραφικής αβλεψίας εγράφη χθες) ευλογεί τους γάμους αυτούς χωρίς διατυπώσεις, πομπάς, κουφέτα και νυμφικούς πέπλους.
Αραγε τι άλλο μένει πλέον χαραγμένο στη μονότονα σκοτεινή και αιωνίως μαύρη ζωή της νήσου των λεπρών, από τη μικρή αυτή λειτουργική και κοινωνική τελετή...
Σε όλα αυτά πταίει η πρόληψις, η προκατάληψις.
Κατά την εδώ διαμονήν μου επεσκέφθηκα δυό φορές το νησί των λεπρών. Την πρώτη φορά ομολογώ, ότι πήγα με σφιγμένη καρδιά και έμεινα όσον προ διετίας και ο συνάδελφος που ανέφερα χθες.
Δεν είδα τίποτα, με το φρικώδες συναίσθημα ότι κάνω ένα λουτρό σε πύον λέπρας και έφυγα άρον-άρον, μη περιμένοντας ούτε τον υπουργό, ούτε τους ιατρούς, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι να ακούσουν την γεμάτην φιλολογικάς εξάρσεις προσφώνησιν του Παπαφανουράκη (σ.σ. ήταν ο εκπρόσωπος των λεπρών πριν τον Ρεμουνδάκη).
Επρεπε όμως να ιδώ και να πάρω σκίτσα. Δεν μου άρεσε να ακολουθήσω τον γνωστόν και αποκλειστικώς δημοσιογραφικόν δρόμον, εναερίως επί των νώτων του Πηγάσσου της φαντασίας, με την βοήθειαν του οποίου εισήλθεν ο συνάδελφος, εις την “κόλασιν” αυτήν και η Μαρύζ Σουαζύ εις το Αγιον Ορος.
Και ξαναπήγα την επομένην εξακριβώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η φιλοτιμία καταπνίγει πολλές φορές και τους ισχυρότερους δισταγμούς.
Μπήκα από μια ενετικήν πύλην που αφίνει δίοδον διά μέσου του παλαιού τείχους του φρουρίου. Σ’ αυτήν την πύλη μπαίνοντας, είδα και εγώ, καθώς περιγράφει ο συνάδελφος, την επιγραφήν που φέρει και η πύλη της κολάσεως του Δάντε, αλλά φεύγοντας δεν υπήρχε πλέον, είχεν εξαλειφθή, όπως είχεν εξαφανισθή από την ψυχήν μου κάθε παλαιά αποτροπιαστική εντύπωσις.
Μία πένθιμη αχλύς τυλίγει την ατμόσφαιραν και το τοπείον της Σπιναλόγκας καθώς το πρωτοαντικρύζω, αφού όμως είδα καλλίτερα, πείσθηκα ότι δεν είναι η αρρώστεια που κάνει το νησί πένθιμο και αποκρουστικό, ούτε επειδή κατοικείται από λεπρούς, αλλά είναι μόνο του φυσικά τραχύ ξερό και εντελώς ακατάλληλο για ανθρώπους προπαντός δυστυχισμένους. Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο παράπονο των λεπρών και δια να εξακριβώση αυτή την κατάσταση έφθασεν ως το απόμερον καταφύγιόν τους ο υφυπουργός της Υγιεινής.
Επαναλαμβάνω τα παράπονα που φώναζαν τα παραμορφωμένα στόματα των λεπρών και ικέτευαν τα δακρυσμένα τυφλά μάτια τους: Οι άνθρωποι μας εγκατέλειψαν, η πολιτεία μας επέταξε σ’ έναν έρμο τόπο χωρίς χώμα, χωρίς νερό, χωρίς σκιά πρασινάδας. Δεν θέλουμε να ζήσουμε με τους υγιείς, αλλά ζητούμεν να μας δώσουν έναν τόπο καλλίτερο που να μας παρέχη κάποια γεωργική απασχόλησι, που να μας κάνη να ξεχνούμε την μεμψιμοιρίαν μας για την αρρώστεια...
Η Σπιναλόγκα (Μακρύ Αγκάθι) είναι ένα παληό Βυζαντινό φρούριο επιδιωρθωμένο έπειτα από τους Ενετούς.
Βρίσκεται κτισμένο επάνω σ’ ένα νησάκι.
Επί Κρητικής Πολιτείας στα 1905 απεφασίσθη να περισυλλεγούν και να αποσταλούν εκεί οι επαιτούντες εις τας πόλεις της Κρήτης λεπροί. Από το 1912 δε αποστέλλονται και οι λεπροί-όσον είναι δυνατόν απολύτως-όλης της Ελλάδος. Εως τότε η Σπιναλόγκα με τα ψηλά μουράγια, τα δαυλιά, τις ντάπιες και τις μπουκαπόρτες, χρησίμευε αποκλειστικά ως φρούριον και ακόμη στα 1897 οι Κρήτες επαναστάται έκαμαν ισχυράς προσβολάς εναντίον των καταφυγόντων εκεί Τούρκων, αλλά παρημποδίσθησαν, όπως πάντοτε, υπό των παραπλεόντων Γαλλικών πολεμικών.
Δέκα βήματα στο εσωτερικό δυό ματιές, μια γνωριμία στο φως της ημέρας και αμέσως αρχίζω να εξοικειώνομαι.
Γενικά όλων των λεπρών τα πρόσωπα είναι πρισμένα, φουσκωμένα τα χείλη και άλλων φαγωμένα, συνεσπασμένα σε κάποια γκριμάτσα που μοιάζει με στραβό χαμόγελο. Παραμορφωμένες μύτες κομμένες ως επί το πλείστον, αλλά επουλωμένες χωρίς να φαίνεται το κόκκαλον. Πολλοί είναι εντελώς στραβοί άλλοι μονόφθαλμοι, χωρίς βολβό και γενικώς όλοι προσβεβλημένοι στα μάτια. Αυτά είναι τα πρόσωπα που αντικρύζω. Η λέπρα είναι δύο ειδών: η φυματιώδης και η αναισθητική. Η αναισθητική είναι εκείνη που ακρωτηριάζει, παραμορφώνει, αφαιρεί τα δάκτυλα και κόβει τις μύτες. Εκείνοι που πάσχουν από την φυματιώδη λέπραν, απλώς πρίσκονται παντού και γεμίζουν μεγάλα κόκκινα χαλκόχρωμα σπυριά που πότε ανοίγουν και τρέχουν και πότε κλείνουν.
Νομίζω ότι δεν έχει εκλείψει παντελώς κάθε αίσθημα φιλαρεσκείας από τις γυναίκες. Το παρετήρησα από το ότι όλες εσιάχνονταν όταν ήθελα να τις σχεδιάσω και έπειτα όπως όλες οι γυναίκες των σαλονιών ζητούσαν να δουν τα σκίτσα που τους έκαμα για να αντιληφθούν αν τις κολακεύω ή τις... παραμορφώνω περισσότερον. Το βέβαιον είναι ότι καθρέπτης δεν υπάρχει εκεί πουθενά. Καταλαβαίνω λοιπόν ότι μεταξύ των δεν τας πειράζει η ασχημία τους, αλλά στους ξένους, θέλουν να ελαττώνουν όσο το δυνατόν αυτήν την εντύπωσιν. Είναι άραγε από φιλαρέσκειαν;
Συνηθίζω σιγά σιγά στο θέαμα αυτών των παραμορφωμένων προσώπων που με κοιτάζουν τόσο παράξενα και μέσα μου αρχίζει να καταπνίγεται ο φόβος και να επικρατή μόνον περιέργεια να μπω παρα μέσα, να δω πώς ζουν, και ακόμη να αντικρύσω τους φρικτώτερα παραμορφωμένους που μένουν στα σπίτια, ακόμη να αισθανθώ αυτήν την φρικώδη οσμήν που φλόμωσε τους πνεύμονας του προεπισκεφθέντος συναδέλφου, αλλά την οποίαν ματαίως ζητούν οι διεσταλμένοι ρώθωνές μου. Ισως να μη έχω ανεπτυγμένον το αισθητήριον της οσφρήσεως, αλλά ούτε και κανείς άλλος μου είπεν ότι ησθάνθη την φοβεράν οσμήν “της σαπρίας του τάφου”.
Μέσα στα στενά δρομάκια καθώς περνώ βγαίνουν στις πόρτες διαρκώς λεπροί. Είναι πολυάριθμοι, βρίσκονται εκεί περίπου 270. Οσφραίνομαι αναζητώντας την φρικώδην οσμήν της αποσυνθέσεως, αλλά από κάποιο περβάζι παραθυριού στάζουν μερικές σταγόνες αρώματος βασιλικού της γλάστρας και δύο τρία ωραία γεράνια σκορπίζουν μερικές δέσμες από την φλογοκόκκινη χαρά τους.
Από ένα στενό παράθυρο κρέμεται ένας λεπρός με κουτσουριασμένα χέρια στους καρπούς. Τα αδυνατισμένα ξερά ατροφικά του χέρια έμοιαζαν με καϋμένα κούτσουρα. Κι ακόμη κάποιος καλόγηρος από το Καρπενήσι που βάλει από την πόρτα μιας τρώγλης την ειδεχθή μορφή του, φωνάζοντας κι αυτός τα παράπονά του για μια καλλύτερη διαβίωσι.
Το “κουτσουρόκακο”, καθώς λέγεται, είναι ο ακρωτηριασμός. Πέφτουν τα δάχτυλα και μένουν ως τον καρπό. Μένουν δυό χέρια και δυό πόδια χωρίς δάχτυλα, αδύνατα, ατροφικά, μαυρισμένα σαν καϋμένα στη φωτιά.
Κάποια γραία εβδομηντάρα, αόμματη, καθισμένη στο κεφαλόσκαλο της εμπατής του σπιτιού της, προσπαθεί με τα απομεινάρια των χεριών της να διορθώση το μαύρο τσεμπέρι που της τυλίγει το πρόσωπο.
Δίπλα της μια νέα, λεπρή και αυτή, αλλά με ελαχίστας εκδηλώσεις, γνέθει μαλλί. Η εικόνα αυτή μου θυμίζει χωριάτικο νοικοκυριό.
... Γιατί όμως αυτή η εγκατάλειψις των λεπρών στο άνυδρο αυτό ξερονήσι; Γιατί πρέπει να μαρτυρούν οι φριγμένοι λάρυγγές των για μια σταγόνα νερό; Αν δεν τους ποτίση η θεια πρόνοια με το βρόχινο νερό της, αυτοί δεν πίνουν. Και το βρώμικο αυτό νερό μαζεύεται μέσα από τους ακάθαρτους δρόμους.
Αυτό είναι το μαρτύριον των καταδικασμένων “εγκληματιών” της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έκαμαν το μεγάλο έγκλημα δια την κοινωνίαν μας να αρρωστήσουν.
... Γιατί να μην έχουν οι λεπροί δυό μόνο σπιθαμές γη να καλλιεργούν, όσων τα δάκτυλα μπορούν να σφίξουν ακόμη την τσάπα, ένα χωραφάκι, ένα μποστάνι, ένα περβόλι. Ετσι σιγά σιγά, με την εργασία, με κάποια απασχόλησι θα βλέπουν μέσα από τους πέπλους της δυστυχίας που σκεπάζουν την αδυνατισμένη τους όρασι, ότι υπάρχει στη ζωή μια ζυγαριά που στο ένα της μέρος βαραίνει λίγη χαρά, κάποια ευτυχία, ως αντίβαρον της πικρίας των.
Εκείνη η γυναίκα που έγνεθε μπορούσε να αλμέξη μια δυο κατσίκες να κάμη ένα νοικοκυριό σ’ ένα καθαρό σπιτάκι.
Με πόσον ολίγα πράγματα είναι δυνατόν να δημιουργηθή κάποια βιώσιμος ζωή. Και πάλιν σκέπτομαι τους φιλανθρώπους της επιδείξεως και του φαρισαϊσμού, οι οποίοι αποφασίζουν να διαθέσουν τον οβολόν του περισσεύματός των δι’ αγαθοεργίας. Σκέπτομαι πόσον θα ήτο προτιμότερη γι’ αυτούς μία ηχώ από ένα στόμα λεπρού που μορφάζει στην παραμόρφωσί του. Αραγε θα συγκινηθή κανείς απ’ αυτούς, διότι είναι βέβαιον ότι αν δεν κινηθή παράλληλα με το Κράτος και η ιδιωτική γενναιοδωρία, ασφαλώς η κατάστασις των μαρτύρων αυτών δεν θα μεταβληθή.
Θα ήμην ευτυχής αν έβλεπα έστω και μίαν μόνον δωρεάν. Θα ήμην τρισευτυχής, επαναλαμβάνω, διότι η επιτυχία θα ήτο εδική μου, διότι δεν θα επήγαινε χαμένη η φωνή της απελπισίας των λεπρών, την οποίαν εγώ μετέφερα έως εδώ, έως τα αυτιά της φιλανθρωπίας.
Να ιδούμε...
... Οι λεπροί πρέπει να μεταφερθούν από την Σπιναλόγγαν...
Εγραψα χθες για την μαρτυρική ζωή της άμοιρης αυτής κοινωνίας των αποδιοπομπαίων, για την αδικία που ραβδίζει αλύπητα αυτές τις πονεμένες ψυχές, για την φρίκη που προξενεί σε κάθε άνθρωπο αυτό το απεχθές περιβάλλον της Σπιναλόγγας. Και όμως ανάμεσα στα σιωπηλά, ερειπωμένα μουράγια του παλαιού φρουρίου, στους άνυδρους βράχους, στον ήλιο και στη μανία των ανέμων του Κρητικού πελάγους, ζουν άνθρωποι φυλακισμένοι. Δεν είναι άνθρωποι του φόνου και του κακουργήματος, δεν είνε αιμοβόροι λησταί που τυρρανιούνται καταδικασμένοι εις τα ισόβια αυτά δεσεμά, δεν είναι δολοφόνοι, απατεώνες, πλαστογράφοι που πληρώνουν εις την ανθρωπίνην δικαιοσύνην τα αμαρτήματά των, είνε δυστυχισμένες υπάρξεις που η μοίρα τις έκαμε με σαρακοφαγωμένα πρόσωπα, χωρίς μάτια, χωρίς μύτες, με ακρωτηριασμένα χέρια, με πόδια ανίκανα να τους κρατήσουν. Τους δυστυχείς αυτούς έπρεπε να προσπαθή η πολιτεία και η κοινωνία να τους απαλλάσση όσο το δυνατόν του φόρτου της δυστυχίας των καθιστώντας τους ένα βίον αν όχι ευχάριστον, πάντως άξιον διά μίαν ύπαρξιν με αξιώσεις ανθρώπου και όχι σκύλου της νήσου του Βοσπόρου.
Η μεταφορά των λεπρών από της Σπιναλόγγας είναι απαραίτητος. Πρέπει να ιδρυθή λεπροκομείον με την επιστημονικήν σημασίαν της λέξεως, και όχι η Σπιναλόγγα να λέγεται λεπροκομείον, δηλαδή τόπος ισοβίου μαρτυρικής εξορίας. Να ιδρυθή νοσοκομείον και ιατρείον όπου σοβαροί επιστήμονες να αφιερώσουν την ζωή των εις την μελέτην, ούτως ώστε να προκύψη και κάτι το αποτελεσματικόν κατά της νόσου. Κατ΄αυτόν τον τρόπον θα φύγη από την ψυχή των αρρώστων η απελπισία και θα τοις γεννηθή η ελπίς της ιάσεως. Αυτή η αυθυποβαλλομένη ελπίς επιδρά ασφαλέστερα και καλλίτερα από κάθε άλλην θεραπείαν εις τις ψυχές που τις παραδέρνει η μαύρη απαισιοδοξία.
Η θεραπεία της λέπρας ακόμη ευρίσκεται εις πειραματικόν στάδιον. Εφαρμόζονται ενέσεις ελαίου του ιατρού “Σωλμογκρά” και παρόμοιαι τοόυτων όπως το “αντιλεπρόλ” και ”Ριγκανόλ”, επίσης με κάποιαν σχετικότητα επιτυχίας δοκιμάζεται και το γνωστόν (...) καθώς και η εις τους φυματικούς εφαρμοζομένη θεραπεία ενέσεων χρυσού. Λέγεται ότι μια συστηματική θεραπεία εξ 700-800 ενέσεων σταματά την περαιτέρω δράσιν των μικροβίων της λέπρας ή βακίλων του Χάνσεν.
Εις την Σπιναλόγγαν σήμερον η θεραπεία είναι αστεία η δε παρακολούθησις των ασθενών πλημμελεστάτη. Δεν πταίει κανείς. Οι λεπροί δεν έχουν πλέον πεποίθησιν εις τίποτε παραδέρνονται στην απελπισία της μοιραίας δυστυχίας των και του επιπροσθέτου μαρτυρίου που τους ώρισεν η κρατική αναλγησία.
Μερικοί έκαμαν 15-30 ενέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξη η κάθε ένεσις και ένα φοβερόν πυώδες απόστημα! Η κατάστασίς τους τούς εμφανίζεται, και δικαίως, χωρίς την ελαχίστην ακτίνα ελπίδος, με τα ζοφερώτερα χρώματα της απαισιοδοξίας. Δι’ αυτό, επαναλαμβάνω χρειάζονται σοφοί μελετηταί, οίτινες να αναλάβουν την παρακολούθησιν των μορφών και των φάσεων της ασθενείας, και οι οποίοι ως σκοπόν της ιατρικής των φιλοδοξίας να θέσουν την ανακάλυψιν συστηματικής θεραπείας ικανής να εμπνεύση την ελπίδα και την πεποίθησιν.
Η μετάδοσις της ασθενείας είνε αρκετά μυστηριώδης και εντελώς ανεξιχνίαστος ακόμη. Υπάρχει στην Σπιναλόγγα ιερεύς ο οποίος αντί του ευτελούς μισθαρίου των 2100 δραχμών μηνιαίως και της καλογηρικής πεποιθήσεως ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον σώζει την ψυχήν του, συζή τρία χρόνια τώρα με τους λεπρούς και όμως είνε υγιέστατος. Δεν ηξεύρω εάν τον προστατεύη το ιερατικόν του σχήμα, αι προσευχαί και η νηστεία ή η τύχη· πάντως υπάρχει και άλλο παράδειγμα εκπληκτικώτερον. Μια πλύντρια του λεπροκομείου υγιεστάτη συζή ερωτικώς με ένα λεπρόν, και όμως παρ’ όλον που η αισθηματικότης της την παρέσυρε πολλές φορές εις το σημείον να ζητή δια της βίας δι’ εμβολιασμού να γίνη και αυτή λεπρή εν τούτοις δεν επέτυχε την ποθουμένην εξομοίωσιν.
Δια την λέπραν γενικώς παραδέχονται την κληρονομικότητα. Τα τέκνα λεπρών γονέων ίσως να μην έχουν εκδηλώσεις, πάντως εις την δευτέραν ή τρίτην γενεάν ασφαλώς θα παρουσιασθή η κληρονομουμένη κατάρα.
Ασφαλώς πρέπει να παύση η τεκνοποίησις η αναπαραγωγή δια να λείψη η φρικαλέα νόσος. Ευτυχώς ότι η λέπρα εις την Ελλάδα είνε σπανία, του ποσοστού της υπολογιζομένου εις 1 στις 50.000 εν αντιθέσει προς άλλας χώρας που φθάνει και εις 7 τοις 100.
Δια να εκλείψη η απαισία νόσος πρέπει να παύση η τεκνοποίησις των λεπρών
... Η λέπρα έχει το κακόν να επιφέρη και διαρκή ερεθισμόν εις τας φυσικάς ορμάς. Ωθεί ακαταπαύστως προς τον έρωτα και την απόλαυσιν, προς τον αισθησιασμόν και την ηδονήν.
Οι έρωτες των λεπρών, αι αντιζηλείαι, οι καυγάδες, αι διαμάχαι περί μίαν κατάκτησιν, αναστατώνουν διαρκώς την μακράν των κοινωνίαν.
Αναλογίζομαι με φρίκη τους έρωτες αυτούς στις σκοτεινές τρώγλες και συλλογίζομαι εκείνα τα παραμορφωμένα χείλη, αναζητώντας την λεπτή, την απροσδιόριστον ηδονήν του φιλήματος των ρωμαντικών, προσπαθώ να σχηματίσω εικόνα αγκαλιάσματος με χέρια που δεν αισθάνονται που είναι ξερά σαν κούτσουρα και δεν έχουν δύναμι να σφίξουν, και ζητώ να καταλάβω τι συναίσθημα κυριαρχεί μέσα τους καταπνίγοντας όλη αυτή την αποκρουστική εντύπωσι.
Και όμως οργιάζουν καθώς μαθαίνω. Οργιάζουν σαν τα ζώα, μη ζητώντας κανένα αισθησιασμό, αλλά απλώς την βάρβαρη ικανοποίησι μιας ωρισμένης φυσικής ορμής. Και οι γυναίκες γεννοβολούν διαιωνίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπον, την δυστυχία μιας καταραμένης ζωής, από γενεάς εις γενεάν, γιατί, καθώς και χθες έγραφα, η ασθένεια αυτή είναι και κληρονομική.
Προ ετών έκαμαν πειράματα διασώσεως των νεογεννήτων, τα έφερναν εδώ εις το βρεφοκομείον και αργότερα εις το νοσοκομείον λοιμωδών νόσων.
Τα περισσότερα ξαναγύρισαν στην Σπιναλόγκα άρρωστα.
Στα ξένα λεπροκομεία, δια’ ακτινοθεραπείας καθιστούν τους άνδρας ανικάνους προς γονιμοποίησιν, ούτως ώστε να μη φέρουν εις τον κόσμον υπάρξεις καταδικασμένες εις το σκληρόν αυτό μαρτύριον.
Είναι ο μόνος τρόπος να μετριασθή τουλάχιστον, αν όχι να εξαλειφθή παντελώς η λέπρα.
Οταν παύση η διαρκής αναδημουργία υπάρξεων με την αυτήν εκ γενετής καταδίκην, όταν δεν έρχωνται εις τον κόσμον πλέον βρέφη με τους βακίλλους του Χάνσεν εις το αίμα τους, όταν από τα σπλάγχνα μιας λεπρής μητέρας δεν θα παραδίδεται εις την ερχομένην γενεάν, η απαισία κληρονομία, τότε υπάρχει ελπίς να λιγοστεύσουν και να εκλείψουν, ίσως οι πελάται της κολάσεως αυτής.
Εάν επί τέλους συγκινηθή η κρατική αστοργία και μεταφερθούν οι λεπροί, εάν ιδρυθή νοσοκομείον άρτιον με όλας τας επιβαλλομένας επιστημονικάς εγκαταστάσεις, τότε δεν πρέπει να λησμονηθή το απαραίτητον των ακτίνων.
... Κάθε νεόφερτη στην Σπιναλόγκα αποτελεί μοιραίως και νομίμως την σύντροφον του ισχυρωτέρου. Αντιξη σύντροφον του ισχυροτέρου. Αντιξηφίστομες. Ο κουτσαβακισμός δεν λείπει απ’ εκεί μέσα. Κατά τα κρητικά έθιμα οι ερίζοντες περί μίαν κατάκτησιν στολίζοντα με γιορτινά, με βασιλικό εις το αυτί και με κουμπούρες εις την ζώνην.
Την ημέρα που πήγα είχαν απομονώσει δύο λεπρούς αδελφούς οι οποίοι επρόκειτο να εκτοπισθούν εις το λεπροκομείον της Σάμου, ακριβώς δια τον λόγον ότι είχον τρομοκρατήσει με τους ψευδοπαλληκαρισμούς των την μικράν πολιτείαν.
Συλλογίζομαι πως μια νεόφερτη που ως χθες ζούσε στην κοινωνία μας, που ασφαλώς η καρδιά της τρεφόνταν με την ιδέαν ενός ωραίου συζύγου, που στο όνειρό της έβλεπε την μορφή του καλού της και στον ξύπνο της ενεσάρκωνε το είδωλον της φαντασίας της εις το πρόσωπον κάποιου ευσταλούς νέου, πώς είναι δυνατόν να δεχθή χωρίς τον φόβον παραφροσύνης το απότομον χτύπημα της τύχης να συνενώση την ζωήν της με τον μοιραίον λεπρόν που θα κατορθώση να την κάνη δική του.
Σκέπτομαι την απότομη αλλαγή, τον ψυχικό αυτό κλονισμό που τους ξεριζώνει κάθε προηγούμενο αίσθημα και σκέψι, κάθε αντίληψι, κάθε συνήθεια, και τους αφομοιώνει σε μια ζωή κάθε άλλο ανθρώπινη.
Σκέπτομαι με απορία πώς οι άνθρωποι αυτοί τις πρώτες στιγμές, στον ψυχικό σάλο της πρώτης απελπισίας, δεν αυτοκτονούν... Και όμως, καθώς από όλους ήκουσα και καθώς ο ίδιος αντελήφθην, δεν υπάρχουν πλέον φιλόζωοι άνθρωποι απ’ αυτούς. Αγαπούν αυτό που τους μένει.
... Και ο ναΐσκος της Σπιναλόγκας δέχεται πολλές φορές ζευγαρωμένους λεπρούς που ζητούν να ενωθούν και με την ευλογίαν της εκκλησίας. Και ο ρασοφόρος που εδέχθη αυτήν την θέσι με την ελπίδα της σωτηρίας της ψυχής του και του μισθαρίου των 1.200 δρχ. (και όχι 2.100 όπως εκ τυπογραφικής αβλεψίας εγράφη χθες) ευλογεί τους γάμους αυτούς χωρίς διατυπώσεις, πομπάς, κουφέτα και νυμφικούς πέπλους.
Αραγε τι άλλο μένει πλέον χαραγμένο στη μονότονα σκοτεινή και αιωνίως μαύρη ζωή της νήσου των λεπρών, από τη μικρή αυτή λειτουργική και κοινωνική τελετή...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΓΟΥΡΟΣ
2
Λέπρα και ψήφοι...
Η επιστολή - SOS του γιατρού και βουλευτή Μιχάλη Καταπότη προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για την κατάντια της Σπιναλόγκας και τα δεινά που υπέφεραν οι χανσενικοί |
Το ημερολόγιο του Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη, του τελευταίου λεπρού που γιατρεύτηκε στο νοσηλευτήριο της Σπιναλόγκας, στάθηκε η αιτία για να γράψει ο Γιώργος Πρατσίνης το βιβλίο του «Ο γιατρός της Σπιναλόγκα, Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα» (εκδόσεις «Σαββάλας»). Το βιβλίο ξεκινάει με την επιστολή-SOS του γιατρού Μιχάλη Καταπότη προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για την κατάντια του νησιού και τα δεινά των ασθενών.
Προς τον Πρωθυπουργό,
κ. Ελευθέριο Βενιζέλο
Αθήνα
Σητεία Κρήτης, 30ή Μαρτίου 1931
Αγαπητέ μου Πρόεδρε,
Με συγχωρείς που θα σε ενοχλήσω ξανά, αλλά λόγοι επαγγέλματος, συνείδησης και Ιπποκράτειου όρκου δε μου επιτρέπουν να αγνοήσω ή να παραπέμψω στις καλένδες το παρακάτω θέμα που αντίκρισμα επισκεφθείς πρόσφατα τη Σπιναλόγκα.
Θα σου ξαναθυμίσω ότι, όταν έφυγαν οι Τούρκοι από αυτό το νησάκι το 1901-1902, περίοδο που είχε πληθυσμό γύρω στους 1.200 κατοίκους, άφησαν τα σπίτια τους και οι περισσότεροι και τα υπάρχοντά τους.
Την ίδια περίπου εποχή, τους αρκετούς αρρώστους λεπρούς της Κρήτης τους είχαν συγκεντρώσει έξω από τις πόλεις, κυρίως στο Ηράκλειο, στις Μισκινιές όπως τις έλεγαν, και η κατάσταση ήταν απαράδεκτη τόσο για τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους, που δεν τους πλησίαζε κανείς, για να μην κολλήσει την αρρώστια, όσο και για τους υγιείς του Ηρακλείου και των γύρω χωριών, που φοβόντουσαν ακόμη και οι συγγενείς των να επισκεφτούν και να πλησιάσουν εκεί στους μασταμπάδες όπου ζούσαν οι άρρωστοι.
Και τότε, πολύ σωστά και με την επιμονή τη δική μου, αν θυμάσαι, σαν γερουσιαστής στην Κρητική Βουλή και εσύ σαν υπουργός, επέμενα να συγκεντρωθούν όλοι αυτοί οι άρρωστοι, οι χανσενικοί, της Κρήτης σε κάποιο νησί ώστε να μην έρχονται σε επαφή με τον υγιή πληθυσμό, αφού η λέπρα είναι μικροβιακή και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως τουλάχιστον λένε οι καθηγητάδες μας.
...Τελικά βρέθηκε η λύση σύμφωνα με την πρότασή μου, και οι λεπροί της Κρήτης αλλά και από άλλα μέρη το 1905 εγκαταστάθηκαν στο νησάκι της Σπιναλόγκας...
...Σαν γιατρός, που λες, πήγα τις προηγούμενες μέρες, γιατί με πίεζαν οι ψηφοφόροι κάποιου χωριού της περιφέρειάς μου, που έχει εκεί μέσα αρκετούς αρρώστους, επειδή δεν μπορούν πλέον οι άνθρωποί τους να ζήσουν στο νησάκι, αφού η κατάσταση από απόψεως στοιχειώδους διαβίωσης είναι αφόρητη.Πράγματι πήγα και δεν υπερβάλλανε καθόλου οι συγγενείς τους. Τα τούρκικα σπίτια στα οποία εγκαταστάθηκαν τότε οι άρρωστοι, τώρα και τριάντα περίπου χρόνια, βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και είναι έτοιμα να καταρρεύσουν.
Δεν υπάρχει ούτε θάλαμος ούτε ιατρείο που ο γιατρός να εξετάζει τους αρρώστους στις καθημερινές του επισκέψεις.
Δεν υπάρχει μια αίθουσα να συγκεντρώνονται, να κουβεντιάζουν, να συζητούν τα προβλήματά τους ούτε ένα στέκι για κάποια αναγκαία ψυχαγωγία.
Κι εγώ που πήγα δεν είχα πού να τους συγκεντρώσω να μου πουν τα προβλήματά τους και να συζητήσουμε τις πιθανές λύσεις που αυτοί πρότειναν.
Κι ακόμη ο Πρόεδρος του Συλλόγου των Χανσενικών ήταν αγανακτισμένος που στα τόσα γράμματα και στις αναφορές που είχα κάμει στο νομάρχη, στον υπουργό Γενικό Διοικητή Κρήτης, στο Υπουργείο Υγείας, ακόμη και στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, κανείς δεν του απάντησε. Μονάχα ο δεσπότης Διονύσιος του υποσχέθηκε ότι θα του στέλνει κάθε εβδομάδα έναν παπά να λειτουργεί.
Οπως βλέπεις, ακόμη και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα δεν μπορούν να εκτελέσουν οι δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι... Γι’ αυτό θα σε παρακαλούσα να φροντίσεις ώστε το Υπουργείο Οικονομικών να χορηγήσει τις αναγκαίες πιστώσεις και να βάλεις το Υπουργείο Υγείας να προγραμματίσει και να αρχίσει την εκτέλεση των αναγκαίων έργων, μήπως και μπορέσουμε να απαλύνουμε τον αέναο πόνο αυτών των ανθρώπων, που καθημερινά υποφέροντας πεθαίνουν.Τουλάχιστον να στεγαστούν ανθρωπινά.
Και επειδή, από ό,τι οσφραίνομαι, πάμε για εκλογές, καλό θα ήτανε αυτά τα έργα που κρίνει αναγκαία το υπουργείο να αρχίσουν αμέσως, οπότε θα έχουμε οπωσδήποτε και κομματικά οφέλη, ψήφους.
Περιμένοντας απάντησή σου, αγαπητέ μου πρωθυπουργέ, διατελώ μετά εκτιμήσεως, πάντα στο πλευρό σου και φυσικά με την παντοτινή μου αγάπη.
Μιχάλης Καταπότης
Ιατρός - Βουλευτής, πρώην Γερουσιαστής
Σοφία Ταράντου
Πηγές
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ :
TΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (1958)
Υπόθεση :
Ο επιβεβλημένος απομονωτισμός των κατοίκων της Σπιναλόγκα δημιουργεί καθημερινά επεισόδια τα οποία απασχολούν τόσο τις Αρχές όσο και τους ίδιους τους ασθενείς. Ένα ζευγάρι γιατρών (Γ. Καμπανέλλης-Ν. Σγουρίδου) αγωνίζεται για την ίαση της λέπρας στο νησί. Ο γιατρός υποκύπτει τελικά στην ασθένεια αλλά το νέο φάρμακο που στο μεταξύ έχει εφευρεθεί, αποκαθιστά την υγεία του καθώς και των υπολοίπων ασθενών.
Η Αγλαΐα Μητροπούλου, στο βιβλίο της Ελληνικός Κινηματογράφος αναφέρει:
«Το 1957 το Νησί της Σιωπής αποκαλύπτει μια καινούργια σκηνοθέτη, την Λίλα Κουρκουλάκου. Νέα, γεμάτη ενθουσιασμό, ύστερα από σπουδές στο Πειραματικό Κέντρο Κινηματογράφου της Ρώμης, βάζει σ αυτή τη μελέτη για τη ζωή των λεπρών στη Σπιναλόγκα μιαν αφοσίωση και μια στοργή που φωτίζουν νεορεαλιστικά το ντοκυμενταρίστικο πλαίσιο και στυλ της ταινίας».
Η σκηνοθέτης κατορθώνει να απομυθοποιήσει την ασθένεια της λέπρας χωρίς ακρότητες και ωραιολογίες. Η ταινία ήταν διεθνώς πρωτοποριακή, τόσο στη σύλληψη του θέματος όσο και στην εκτέλεση, αφού μερικά από τα γυρίσματα έγιναν στο νησί της Σπιναλόγκα που τότε λειτουργούσε ως λεπροκομείο.
Ηθοποιοί:
Ηθοποιοί:
Γιώργος Καμπανέλλης, Νίνα Σγουρίδου, Ορέστης Μακρής, Γιάννης Σπαρίδης, Τζ. Κουρκουλάκος
Σκηνοθεσία: Λίλα Κουρκουλάκου , Σενάριο: Βαγγέλης Χατζηγιάννης
Σκηνοθεσία: Λίλα Κουρκουλάκου , Σενάριο: Βαγγέλης Χατζηγιάννης
Την ταινία μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ:
ΜΕΡΟΣ 1
ΜΕΡΟΣ 2
ΜΕΡΟΣ 3
ΜΕΡΟΣ 4
ΜΕΡΟΣ 5
ΜΕΡΟΣ 6 (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)
Werner Herzog – Letzte Worte (1967)
H ταινία «Letzte Worte» (1967) (Τελευταία λόγια) εισάγει για πρώτη φορά το θεατή στον κόσμο του χερτζογκικού ντοκιμαντέρ.
Γυρισμένη στην Κρήτη ανοίγει και κλείνει με τους ήχους της κρητικής λύρας. Ήδη στην αρχή της ταινίας ένας ταλαιπωρημένος στην όψη άντρας επιμένει να δηλώνει ότι δε θέλει να πει τίποτα κι ότι αυτή είναι η τελευταία του λέξη. Μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για τον τελευταίο λεπρό της Σπιναλόγκα που σύρθηκε με τη βία στον πολιτισμό, μιας και δεν ήθελε να εγκαταλείψει το νησάκι-φρούριο στο οποίο ζούσε σαν ερημίτης.
Πλάνα ενός τοπίου-θανάτου , ένας γιατρός- αφηγητής που όμως φαίνεται να αγνοεί την τύχη του πρώην ασθενούς, δηλώσεις κάποιων ντόπιων αλλά και των τοπικών αρχών που αυτοεπαναλαμβάνονται και γελοιοποιούνται, είναι κομμάτια ενός παράξενου παζλ που συνθέτουν την ιστορία. Το ερώτημα ποιος ήταν τελικά αυτός ο άνθρωπος, φωτίζεται ίσως προς το τέλος, όπου ο ήρωας, ενώ επισφραγίζει με τις τελευταίες του λέξεις την άρνησή του να επικοινωνήσει με λόγια , παραδίδεται με τη λύρα και το τραγούδι του σε μια έκσταση απελευθερωτική.
Το ντοκυμαντέρ μπορείτε να το δείτε εδώ:
Το MEGA, με εταιρείες παραγωγής την TVE (Tηλεοπτικές Επιχειρήσεις Α.Β.Ε.Ε.) και την Indigo View, ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2009 τα γυρίσματα της σειράς «Το Νησί» που είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκας, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (της λέπρας).
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, διασκευάζεται για την τηλεόραση ένα διεθνές best seller όπως είναι το βιβλίο «Το Νησί», της Victoria Hislop.
Η ιστορία ξεκινά το 1939 και φτάνει έως και το 2001 και είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (της λέπρας). Ο αγώνας των λεπρών της Σπιναλόγκας για επιβίωση και για καλύτερες συνθήκες ζωής, πλέκεται αριστουργηματικά με τον αγώνα των κατοίκων της Πλάκας ενάντια στο κοινωνικό στίγμα, που άφηνε η νόσος, όταν χτυπούσε το μέλος μιας οικογένειας.
Η ιστορία ξεκινά το 1939 και φτάνει έως και το 2001 και είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (της λέπρας). Ο αγώνας των λεπρών της Σπιναλόγκας για επιβίωση και για καλύτερες συνθήκες ζωής, πλέκεται αριστουργηματικά με τον αγώνα των κατοίκων της Πλάκας ενάντια στο κοινωνικό στίγμα, που άφηνε η νόσος, όταν χτυπούσε το μέλος μιας οικογένειας.
Το serial μεταδίδεται κάθε Δευτέρα