Translate

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Στη Σπιναλόγκα των κολασμένων

 

 




Στην χθεσινή ανάρτηση διαβάσατε πως οι «κάτοικοι» της Σπιναλόγκα και ιδιαίτερα ο μεγάλος αγωνιστής τους Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης πάλεψαν για να αποκτήσουν μια ανθρώπινη και αξιοπρεπή διαβίωση μέσα στην αναγκαστική απομόνωσή τους.  Σήμερα θα ήθελα να ολοκληρώσω την παρουσίαση της Σπιναλόγκα με την παρουσίαση δύο δημοσιευμάτων που θα σας εντυπωσιάσουν. 

Το πρώτο δημοσίευμα είναι ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ» του 1929 που έκανε και παρουσίασε σε συνέχειες ο Δημοσιογράφος (ναι με Δ κεφαλαίο) Άγγελος Σγουρός και περίληψη του οποίου βρήκα στις 18/10/2010 στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» του Ηρακλείου Κρήτης.

Το δεύτερο δημοσιεύθηκε στις 11.7.2010 στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» και αναφέρεται σε μια δραματική επιστολή-έκκληση του γιατρού-βουλευτή Μιχάλη Καταπότη (30.3.1931) προς τον τότε Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Δεν αποφεύγω πάντως να μπω στον πειρασμό να επισημάνω και το πολιτικάντικο κλείσιμο της επιστολής του βουλευτή : «Και επειδή, από ό,τι οσφραίνομαι, πάμε για εκλογές, καλό θα ήτανε αυτά τα έργα που κρίνει αναγκαία το υπουργείο να αρχίσουν αμέσως, οπότε θα έχουμε οπωσδήποτε και κομματικά οφέλη, ψήφους.»

Τέλος αφού αναφέρθηκα σε βιβλία-μυθιστορήματα για το νησί θα ήθελα να αναφερθώ στο τέλος της σημερινής ανάρτησης και σε δύο ταινίες που η πλοκή τους έχει σαν τόπο την Σπιναλόγκα.





1

Το πρώτο δημοσιογραφικό οδοιπορικό στη Σπιναλόγκα, 
το 1929

Μια μοναδική καταγραφή για το νησί των λεπρών



Τα συγκλονιστικά ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εμπρός» στο νησί των λεπρών, από τον πρώτο δημοσιογράφο που τους επισκέφτηκε

Το νησί των κολασμένων, η Σπιναλόγκα, μετατράπηκε σε χώρο απομόνωσης των χανσενικών, των λεπρών όπως τους ξέρομε, στα 1905, με απόφαση της βουλής της Κρητικής Πολιτείας.

Αρχικά φιλοξενούσε μόνο τους ασθενείς από την Κρήτη, που ήταν απομονωμένοι, ούτως ή άλλως, στα χωριά και στην περιοχή της Μεσκινιάς του Ηρακλείου. Και μετά την ένωση, ασθενείς απ’ όλη την Ελλάδα.

Μέχρι το 1929 οι λεπροί έμεναν ουσιαστικά μόνοι τους, δεχόμενοι μόνο τις επισκέψεις μερικών γιατρών, και καμιά φορά κάποιου κυβερνητικού παράγοντα για να τους υποσχεθεί – από απόσταση…- την κρατική στοργή και φροντίδα, που βέβαια δεν είδαν ποτέ, γεγονός που τους ανάγκασε, στη δεκαετία του 1950, να προχωρήσουν ακόμη και σε εξέγερση.

Το κολαστήριο, στο οποίο μαρτύρησαν εκατοντάδες άνθρωποι μέχρι το 1957 που οριστικά σταμάτησε να λειτουργεί το νησί ως τόπος απομόνωσης των λεπρών, επισκέφτηκε για πρώτη φορά ένας δημοσιογράφος για επιτόπιο ρεπορτάζ το καλοκαίρι του 1929.

Τουλάχιστον όπως εκείνος έγραψε, ήταν ο πρώτος που συνάντησε τους λεπρούς στα σπίτια τους, στη Σπιναλόγκα. Και μάλιστα για να έχει απόδειξη ότι πήγε στο νησί, σκιτσάρισε και έδωσε στη δημοσιότητα ανθρώπους που ζούσαν στον οικισμό των λεπρών.

Ήταν ο δημοσιογράφος Άγγελος Σγουρός της εφημερίδας «Εμπρός» της Αθήνας, ο οποίος δημοσίευσε το οδοιπορικό του σε συνέχειες, από τις 29 Ιουλίου μέχρι την 1η Αυγούστου του 1929.

Ο τίτλος του πρώτου δημοσιεύματός του ήταν «Ο αργός θάνατος στο νησί των λεπρών», και υπότιτλο, «οι λεπροί δεν μαρτυρούν από την αρρώστεια τους αλλά από την κοινωνική και πολιτική αδιαφορία».



Το πρώτο αυτό μέρος αναφέρεται γενικότερα στην κοινωνική προκατάληψη, την έλλειψη ευαισθησίας και φροντίδας του κράτους, ενώ ψέγει και τη στάση των πλουσίων της Αθήνας, που δεν συγκινούνται.

Παράλληλα επιτίθεται σε συνάδελφό του δημοσιογράφο άλλης εφημερίδας που είχε δημοσιεύσει πριν από 2 χρόνια, το 1927, ρεπορτάζ, αλλά χωρίς να πατήσει πάνω από 2 λεπτά στο νησί, όπως τον κατηγόρησε ο Σγουρός!

Το πρώτο από τα τέσσερα συνεχόμενα δημοσιεύματα το παραλείπομε, καθώς περιλαμβάνει μόνο γενικές αναφορές, κρίσεις και…επιθέσεις σε δημοσιογράφους, κρατικούς παράγοντες και φιλάνθρωπους.

Τα επιτόπια ρεπορτάζ, στα οποία αναδεικνύεται η ευαισθησία και η συμπαράσταση του δημοσιογράφου προς τους χανσενικούς, αλλά και οι προκαταλήψεις του, δημοσιεύονται στα άλλα τρία φύλλα της εφημερίδας.

Το κάθε δημοσίευμα είχε δικό του ξεχωριστό τίτλο, τον οποίο παραθέτομε πριν το κείμενο. Παράλληλα αναδημοσιεύομε σκίτσα του ίδιου του Σγουρού, με τις λεζάντες που ο ίδιος είχε γράψει.

Σημειώνομε ότι η επίσκεψή του στη Σπιναλόγκα είχε γίνει με την αφορμή επίσκεψης ενός υφυπουργού της κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά και γιατρών που τον ακολουθούσαν.

Αλέκος Α. Ανδρικάκης

andrikakis@patris.gr



 

Στους βράχους της Σπιναλόγκας βρίσκονται υπάρξεις 
που προπαντός έχουν ανάγκη βοηθείας..

Όλοι όσοι άκουσαν ότι θα πάω στη Σπιναλόγκα με εχαρακτήρισαν για τρελλό, πολλοί δε γυρίζοντας στην Αθήνα με κυττάζουν με φρίκη ως φορέα της λέπρας, ίσως θα περίμεναν να περάσω και μέσα από τον απολυμαντικό κλίβανο δια να απαλλαγώ του φορτίου των μικροβίων της λέπρας ή των βακίλλων του Χάνσεν.


Σε όλα αυτά πταίει η πρόληψις, η προκατάληψις.


Κατά την εδώ διαμονήν μου επεσκέφθηκα δυό φορές το νησί των λεπρών. Την πρώτη φορά ομολογώ, ότι πήγα με σφιγμένη καρδιά και έμεινα όσον προ διετίας και ο συνάδελφος που ανέφερα χθες. 


Δεν είδα τίποτα, με το φρικώδες συναίσθημα ότι κάνω ένα λουτρό σε πύον λέπρας και έφυγα άρον-άρον, μη περιμένοντας ούτε τον υπουργό, ούτε τους ιατρούς, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι να ακούσουν την γεμάτην φιλολογικάς εξάρσεις προσφώνησιν του Παπαφανουράκη (σ.σ. ήταν ο εκπρόσωπος των λεπρών πριν τον Ρεμουνδάκη). 


Επρεπε όμως να ιδώ και να πάρω σκίτσα. Δεν μου άρεσε να ακολουθήσω τον γνωστόν και αποκλειστικώς δημοσιογραφικόν δρόμον, εναερίως επί των νώτων του Πηγάσσου της φαντασίας, με την βοήθειαν του οποίου εισήλθεν ο συνάδελφος, εις την “κόλασιν” αυτήν και η Μαρύζ Σουαζύ εις το Αγιον Ορος. 


Και ξαναπήγα την επομένην εξακριβώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η φιλοτιμία καταπνίγει πολλές φορές και τους ισχυρότερους δισταγμούς


Μπήκα από μια ενετικήν πύλην που αφίνει δίοδον διά μέσου του παλαιού τείχους του φρουρίου. Σ’ αυτήν την πύλη μπαίνοντας, είδα και εγώ, καθώς περιγράφει ο συνάδελφος, την επιγραφήν που φέρει και η πύλη της κολάσεως του Δάντε, αλλά φεύγοντας δεν υπήρχε πλέον, είχεν εξαλειφθή, όπως είχεν εξαφανισθή από την ψυχήν μου κάθε παλαιά αποτροπιαστική εντύπωσις.


Μία πένθιμη αχλύς τυλίγει την ατμόσφαιραν και το τοπείον της Σπιναλόγκας καθώς το πρωτοαντικρύζω, αφού όμως είδα καλλίτερα, πείσθηκα ότι δεν είναι η αρρώστεια που κάνει το νησί πένθιμο και αποκρουστικό, ούτε επειδή κατοικείται από λεπρούς, αλλά είναι μόνο του φυσικά τραχύ ξερό και εντελώς ακατάλληλο για ανθρώπους προπαντός δυστυχισμένους. Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο παράπονο των λεπρών και δια να εξακριβώση αυτή την κατάσταση έφθασεν ως το απόμερον καταφύγιόν τους ο υφυπουργός της Υγιεινής.


Επαναλαμβάνω τα παράπονα που φώναζαν τα παραμορφωμένα στόματα των λεπρών και ικέτευαν τα δακρυσμένα τυφλά μάτια τους: Οι άνθρωποι μας εγκατέλειψαν, η πολιτεία μας επέταξε σ’ έναν έρμο τόπο χωρίς χώμα, χωρίς νερό, χωρίς σκιά πρασινάδας. Δεν θέλουμε να ζήσουμε με τους υγιείς, αλλά ζητούμεν να μας δώσουν έναν τόπο καλλίτερο που να μας παρέχη κάποια γεωργική απασχόλησι, που να μας κάνη να ξεχνούμε την μεμψιμοιρίαν μας για την αρρώστεια...


Η Σπιναλόγκα (Μακρύ Αγκάθι) είναι ένα παληό Βυζαντινό φρούριο επιδιωρθωμένο έπειτα από τους Ενετούς.


Βρίσκεται κτισμένο επάνω σ’ ένα νησάκι.


Επί Κρητικής Πολιτείας στα 1905 απεφασίσθη να περισυλλεγούν και να αποσταλούν εκεί οι επαιτούντες εις τας πόλεις της Κρήτης λεπροί. Από το 1912 δε αποστέλλονται και οι λεπροί-όσον είναι δυνατόν απολύτως-όλης της Ελλάδος. Εως τότε η Σπιναλόγκα με τα ψηλά μουράγια, τα δαυλιά, τις ντάπιες και τις μπουκαπόρτες, χρησίμευε αποκλειστικά ως φρούριον και ακόμη στα 1897 οι Κρήτες επαναστάται έκαμαν ισχυράς προσβολάς εναντίον των καταφυγόντων εκεί Τούρκων, αλλά παρημποδίσθησαν, όπως πάντοτε, υπό των παραπλεόντων Γαλλικών πολεμικών.





Δέκα βήματα στο εσωτερικό δυό ματιές, μια γνωριμία στο φως της ημέρας και αμέσως αρχίζω να εξοικειώνομαι.


Γενικά όλων των λεπρών τα πρόσωπα είναι πρισμένα, φουσκωμένα τα χείλη και άλλων φαγωμένα, συνεσπασμένα σε κάποια γκριμάτσα που μοιάζει με στραβό χαμόγελο. Παραμορφωμένες μύτες κομμένες ως επί το πλείστον, αλλά επουλωμένες χωρίς να φαίνεται το κόκκαλον. Πολλοί είναι εντελώς στραβοί άλλοι μονόφθαλμοι, χωρίς βολβό και γενικώς όλοι προσβεβλημένοι στα μάτια. Αυτά είναι τα πρόσωπα που αντικρύζω. Η λέπρα είναι δύο ειδών: η φυματιώδης και η αναισθητική. Η αναισθητική είναι εκείνη που ακρωτηριάζει, παραμορφώνει, αφαιρεί τα δάκτυλα και κόβει τις μύτες. Εκείνοι που πάσχουν από την φυματιώδη λέπραν, απλώς πρίσκονται παντού και γεμίζουν μεγάλα κόκκινα χαλκόχρωμα σπυριά που πότε ανοίγουν και τρέχουν και πότε κλείνουν.


Νομίζω ότι δεν έχει εκλείψει παντελώς κάθε αίσθημα φιλαρεσκείας από τις γυναίκες. Το παρετήρησα από το ότι όλες εσιάχνονταν όταν ήθελα να τις σχεδιάσω και έπειτα όπως όλες οι γυναίκες των σαλονιών ζητούσαν να δουν τα σκίτσα που τους έκαμα για να αντιληφθούν αν τις κολακεύω ή τις... παραμορφώνω περισσότερον. Το βέβαιον είναι ότι καθρέπτης δεν υπάρχει εκεί πουθενά. Καταλαβαίνω λοιπόν ότι μεταξύ των δεν τας πειράζει η ασχημία τους, αλλά στους ξένους, θέλουν να ελαττώνουν όσο το δυνατόν αυτήν την εντύπωσιν. Είναι άραγε από φιλαρέσκειαν;


Συνηθίζω σιγά σιγά στο θέαμα αυτών των παραμορφωμένων προσώπων που με κοιτάζουν τόσο παράξενα και μέσα μου αρχίζει να καταπνίγεται ο φόβος και να επικρατή μόνον περιέργεια να μπω παρα μέσα, να δω πώς ζουν, και ακόμη να αντικρύσω τους φρικτώτερα παραμορφωμένους που μένουν στα σπίτια, ακόμη να αισθανθώ αυτήν την φρικώδη οσμήν που φλόμωσε τους πνεύμονας του προεπισκεφθέντος συναδέλφου, αλλά την οποίαν ματαίως ζητούν οι διεσταλμένοι ρώθωνές μου. Ισως να μη έχω ανεπτυγμένον το αισθητήριον της οσφρήσεως, αλλά ούτε και κανείς άλλος μου είπεν ότι ησθάνθη την φοβεράν οσμήν “της σαπρίας του τάφου”.


Μέσα στα στενά δρομάκια καθώς περνώ βγαίνουν στις πόρτες διαρκώς λεπροί. Είναι πολυάριθμοι, βρίσκονται εκεί περίπου 270. Οσφραίνομαι αναζητώντας την φρικώδην οσμήν της αποσυνθέσεως, αλλά από κάποιο περβάζι παραθυριού στάζουν μερικές σταγόνες αρώματος βασιλικού της γλάστρας και δύο τρία ωραία γεράνια σκορπίζουν μερικές δέσμες από την φλογοκόκκινη χαρά τους.


Από ένα στενό παράθυρο κρέμεται ένας λεπρός με κουτσουριασμένα χέρια στους καρπούς. Τα αδυνατισμένα ξερά ατροφικά του χέρια έμοιαζαν με καϋμένα κούτσουρα. Κι ακόμη κάποιος καλόγηρος από το Καρπενήσι που βάλει από την πόρτα μιας τρώγλης την ειδεχθή μορφή του, φωνάζοντας κι αυτός τα παράπονά του για μια καλλύτερη διαβίωσι. 


Το “κουτσουρόκακο”, καθώς λέγεται, είναι ο ακρωτηριασμός. Πέφτουν τα δάχτυλα και μένουν ως τον καρπό. Μένουν δυό χέρια και δυό πόδια χωρίς δάχτυλα, αδύνατα, ατροφικά, μαυρισμένα σαν καϋμένα στη φωτιά.


Κάποια γραία εβδομηντάρα, αόμματη, καθισμένη στο κεφαλόσκαλο της εμπατής του σπιτιού της, προσπαθεί με τα απομεινάρια των χεριών της να διορθώση το μαύρο τσεμπέρι που της τυλίγει το πρόσωπο.


Δίπλα της μια νέα, λεπρή και αυτή, αλλά με ελαχίστας εκδηλώσεις, γνέθει μαλλί. Η εικόνα αυτή μου θυμίζει χωριάτικο νοικοκυριό.





... Γιατί όμως αυτή η εγκατάλειψις των λεπρών στο άνυδρο αυτό ξερονήσι; Γιατί πρέπει να μαρτυρούν οι φριγμένοι λάρυγγές των για μια σταγόνα νερό; Αν δεν τους ποτίση η θεια πρόνοια με το βρόχινο νερό της, αυτοί δεν πίνουν. Και το βρώμικο αυτό νερό μαζεύεται μέσα από τους ακάθαρτους δρόμους.


Αυτό είναι το μαρτύριον των καταδικασμένων “εγκληματιών” της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έκαμαν το μεγάλο έγκλημα δια την κοινωνίαν μας να αρρωστήσουν.


... Γιατί να μην έχουν οι λεπροί δυό μόνο σπιθαμές γη να καλλιεργούν, όσων τα δάκτυλα μπορούν να σφίξουν ακόμη την τσάπα, ένα χωραφάκι, ένα μποστάνι, ένα περβόλι. Ετσι σιγά σιγά, με την εργασία, με κάποια απασχόλησι θα βλέπουν μέσα από τους πέπλους της δυστυχίας που σκεπάζουν την αδυνατισμένη τους όρασι, ότι υπάρχει στη ζωή μια ζυγαριά που στο ένα της μέρος βαραίνει λίγη χαρά, κάποια ευτυχία, ως αντίβαρον της πικρίας των.


Εκείνη η γυναίκα που έγνεθε μπορούσε να αλμέξη μια δυο κατσίκες να κάμη ένα νοικοκυριό σ’ ένα καθαρό σπιτάκι.


Με πόσον ολίγα πράγματα είναι δυνατόν να δημιουργηθή κάποια βιώσιμος ζωή. Και πάλιν σκέπτομαι τους φιλανθρώπους της επιδείξεως και του φαρισαϊσμού, οι οποίοι αποφασίζουν να διαθέσουν τον οβολόν του περισσεύματός των δι’ αγαθοεργίας. Σκέπτομαι πόσον θα ήτο προτιμότερη γι’ αυτούς μία ηχώ από ένα στόμα λεπρού που μορφάζει στην παραμόρφωσί του. Αραγε θα συγκινηθή κανείς απ’ αυτούς, διότι είναι βέβαιον ότι αν δεν κινηθή παράλληλα με το Κράτος και η ιδιωτική γενναιοδωρία, ασφαλώς η κατάστασις των μαρτύρων αυτών δεν θα μεταβληθή. 


Θα ήμην ευτυχής αν έβλεπα έστω και μίαν μόνον δωρεάν. Θα ήμην τρισευτυχής, επαναλαμβάνω, διότι η επιτυχία θα ήτο εδική μου, διότι δεν θα επήγαινε χαμένη η φωνή της απελπισίας των λεπρών, την οποίαν εγώ μετέφερα έως εδώ, έως τα αυτιά της φιλανθρωπίας.


Να ιδούμε...


... Οι λεπροί πρέπει να μεταφερθούν από την Σπιναλόγγαν...


Εγραψα χθες για την μαρτυρική ζωή της άμοιρης αυτής κοινωνίας των αποδιοπομπαίων, για την αδικία που ραβδίζει αλύπητα αυτές τις πονεμένες ψυχές, για την φρίκη που προξενεί σε κάθε άνθρωπο αυτό το απεχθές περιβάλλον της Σπιναλόγγας. Και όμως ανάμεσα στα σιωπηλά, ερειπωμένα μουράγια του παλαιού φρουρίου, στους άνυδρους βράχους, στον ήλιο και στη μανία των ανέμων του Κρητικού πελάγους, ζουν άνθρωποι φυλακισμένοι. Δεν είναι άνθρωποι του φόνου και του κακουργήματος, δεν είνε αιμοβόροι λησταί που τυρρανιούνται καταδικασμένοι εις τα ισόβια αυτά δεσεμά, δεν είναι δολοφόνοι, απατεώνες, πλαστογράφοι που πληρώνουν εις την ανθρωπίνην δικαιοσύνην τα αμαρτήματά των, είνε δυστυχισμένες υπάρξεις που η μοίρα τις έκαμε με σαρακοφαγωμένα πρόσωπα, χωρίς μάτια, χωρίς μύτες, με ακρωτηριασμένα χέρια, με πόδια ανίκανα να τους κρατήσουν. Τους δυστυχείς αυτούς έπρεπε να προσπαθή η πολιτεία και η κοινωνία να τους απαλλάσση όσο το δυνατόν του φόρτου της δυστυχίας των καθιστώντας τους ένα βίον αν όχι ευχάριστον, πάντως άξιον διά μίαν ύπαρξιν με αξιώσεις ανθρώπου και όχι σκύλου της νήσου του Βοσπόρου.


Η μεταφορά των λεπρών από της Σπιναλόγγας είναι απαραίτητος. Πρέπει να ιδρυθή λεπροκομείον με την επιστημονικήν σημασίαν της λέξεως, και όχι η Σπιναλόγγα να λέγεται λεπροκομείον, δηλαδή τόπος ισοβίου μαρτυρικής εξορίας. Να ιδρυθή νοσοκομείον και ιατρείον όπου σοβαροί επιστήμονες να αφιερώσουν την ζωή των εις την μελέτην, ούτως ώστε να προκύψη και κάτι το αποτελεσματικόν κατά της νόσου. Κατ΄αυτόν τον τρόπον θα φύγη από την ψυχή των αρρώστων η απελπισία και θα τοις γεννηθή η ελπίς της ιάσεως. Αυτή η αυθυποβαλλομένη ελπίς επιδρά ασφαλέστερα και καλλίτερα από κάθε άλλην θεραπείαν εις τις ψυχές που τις παραδέρνει η μαύρη απαισιοδοξία.


Η θεραπεία της λέπρας ακόμη ευρίσκεται εις πειραματικόν στάδιον. Εφαρμόζονται ενέσεις ελαίου του ιατρού “Σωλμογκρά” και παρόμοιαι τοόυτων όπως το “αντιλεπρόλ” και ”Ριγκανόλ”, επίσης με κάποιαν σχετικότητα επιτυχίας δοκιμάζεται και το γνωστόν (...) καθώς και η εις τους φυματικούς εφαρμοζομένη θεραπεία ενέσεων χρυσού. Λέγεται ότι μια συστηματική θεραπεία εξ 700-800 ενέσεων σταματά την περαιτέρω δράσιν των μικροβίων της λέπρας ή βακίλων του Χάνσεν.


Εις την Σπιναλόγγαν σήμερον η θεραπεία είναι αστεία η δε παρακολούθησις των ασθενών πλημμελεστάτη. Δεν πταίει κανείς. Οι λεπροί δεν έχουν πλέον πεποίθησιν εις τίποτε παραδέρνονται στην απελπισία της μοιραίας δυστυχίας των και του επιπροσθέτου μαρτυρίου που τους ώρισεν η κρατική αναλγησία. 


Μερικοί έκαμαν 15-30 ενέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξη η κάθε ένεσις και ένα φοβερόν πυώδες απόστημα! Η κατάστασίς τους τούς εμφανίζεται, και δικαίως, χωρίς την ελαχίστην ακτίνα ελπίδος, με τα ζοφερώτερα χρώματα της απαισιοδοξίας. Δι’ αυτό, επαναλαμβάνω χρειάζονται σοφοί μελετηταί, οίτινες να αναλάβουν την παρακολούθησιν των μορφών και των φάσεων της ασθενείας, και οι οποίοι ως σκοπόν της ιατρικής των φιλοδοξίας να θέσουν την ανακάλυψιν συστηματικής θεραπείας ικανής να εμπνεύση την ελπίδα και την πεποίθησιν.


Η μετάδοσις της ασθενείας είνε αρκετά μυστηριώδης και εντελώς ανεξιχνίαστος ακόμη. Υπάρχει στην Σπιναλόγγα ιερεύς ο οποίος αντί του ευτελούς μισθαρίου των 2100 δραχμών μηνιαίως και της καλογηρικής πεποιθήσεως ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον σώζει την ψυχήν του, συζή τρία χρόνια τώρα με τους λεπρούς και όμως είνε υγιέστατος. Δεν ηξεύρω εάν τον προστατεύη το ιερατικόν του σχήμα, αι προσευχαί και η νηστεία ή η τύχη· πάντως υπάρχει και άλλο παράδειγμα εκπληκτικώτερον. Μια πλύντρια του λεπροκομείου υγιεστάτη συζή ερωτικώς με ένα λεπρόν, και όμως παρ’ όλον που η αισθηματικότης της την παρέσυρε πολλές φορές εις το σημείον να ζητή δια της βίας δι’ εμβολιασμού να γίνη και αυτή λεπρή εν τούτοις δεν επέτυχε την ποθουμένην εξομοίωσιν.


Δια την λέπραν γενικώς παραδέχονται την κληρονομικότητα. Τα τέκνα λεπρών γονέων ίσως να μην έχουν εκδηλώσεις, πάντως εις την δευτέραν ή τρίτην γενεάν ασφαλώς θα παρουσιασθή η κληρονομουμένη κατάρα.


Ασφαλώς πρέπει να παύση η τεκνοποίησις η αναπαραγωγή δια να λείψη η φρικαλέα νόσος. Ευτυχώς ότι η λέπρα εις την Ελλάδα είνε σπανία, του ποσοστού της υπολογιζομένου εις 1 στις 50.000 εν αντιθέσει προς άλλας χώρας που φθάνει και εις 7 τοις 100.


Δια να εκλείψη η απαισία νόσος πρέπει να παύση η τεκνοποίησις των λεπρών


... Η λέπρα έχει το κακόν να επιφέρη και διαρκή ερεθισμόν εις τας φυσικάς ορμάς. Ωθεί ακαταπαύστως προς τον έρωτα και την απόλαυσιν, προς τον αισθησιασμόν και την ηδονήν.


Οι έρωτες των λεπρών, αι αντιζηλείαι, οι καυγάδες, αι διαμάχαι περί μίαν κατάκτησιν, αναστατώνουν διαρκώς την μακράν των κοινωνίαν.


Αναλογίζομαι με φρίκη τους έρωτες αυτούς στις σκοτεινές τρώγλες και συλλογίζομαι εκείνα τα παραμορφωμένα χείλη, αναζητώντας την λεπτή, την απροσδιόριστον ηδονήν του φιλήματος των ρωμαντικών, προσπαθώ να σχηματίσω εικόνα αγκαλιάσματος με χέρια που δεν αισθάνονται που είναι ξερά σαν κούτσουρα και δεν έχουν δύναμι να σφίξουν, και ζητώ να καταλάβω τι συναίσθημα κυριαρχεί μέσα τους καταπνίγοντας όλη αυτή την αποκρουστική εντύπωσι.


Και όμως οργιάζουν καθώς μαθαίνω. Οργιάζουν σαν τα ζώα, μη ζητώντας κανένα αισθησιασμό, αλλά απλώς την βάρβαρη ικανοποίησι μιας ωρισμένης φυσικής ορμής. Και οι γυναίκες γεννοβολούν διαιωνίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπον, την δυστυχία μιας καταραμένης ζωής, από γενεάς εις γενεάν, γιατί, καθώς και χθες έγραφα, η ασθένεια αυτή είναι και κληρονομική.


Προ ετών έκαμαν πειράματα διασώσεως των νεογεννήτων, τα έφερναν εδώ εις το βρεφοκομείον και αργότερα εις το νοσοκομείον λοιμωδών νόσων. 


Τα περισσότερα ξαναγύρισαν στην Σπιναλόγκα άρρωστα.


Στα ξένα λεπροκομεία, δια’ ακτινοθεραπείας καθιστούν τους άνδρας ανικάνους προς γονιμοποίησιν, ούτως ώστε να μη φέρουν εις τον κόσμον υπάρξεις καταδικασμένες εις το σκληρόν αυτό μαρτύριον.


Είναι ο μόνος τρόπος να μετριασθή τουλάχιστον, αν όχι να εξαλειφθή παντελώς η λέπρα.


Οταν παύση η διαρκής αναδημουργία υπάρξεων με την αυτήν εκ γενετής καταδίκην, όταν δεν έρχωνται εις τον κόσμον πλέον βρέφη με τους βακίλλους του Χάνσεν εις το αίμα τους, όταν από τα σπλάγχνα μιας λεπρής μητέρας δεν θα παραδίδεται εις την ερχομένην γενεάν, η απαισία κληρονομία, τότε υπάρχει ελπίς να λιγοστεύσουν και να εκλείψουν, ίσως οι πελάται της κολάσεως αυτής.


Εάν επί τέλους συγκινηθή η κρατική αστοργία και μεταφερθούν οι λεπροί, εάν ιδρυθή νοσοκομείον άρτιον με όλας τας επιβαλλομένας επιστημονικάς εγκαταστάσεις, τότε δεν πρέπει να λησμονηθή το απαραίτητον των ακτίνων.


... Κάθε νεόφερτη στην Σπιναλόγκα αποτελεί μοιραίως και νομίμως την σύντροφον του ισχυρωτέρου. Αντιξη σύντροφον του ισχυροτέρου. Αντιξηφίστομες. Ο κουτσαβακισμός δεν λείπει απ’ εκεί μέσα. Κατά τα κρητικά έθιμα οι ερίζοντες περί μίαν κατάκτησιν στολίζοντα με γιορτινά, με βασιλικό εις το αυτί και με κουμπούρες εις την ζώνην.


Την ημέρα που πήγα είχαν απομονώσει δύο λεπρούς αδελφούς οι οποίοι επρόκειτο να εκτοπισθούν εις το λεπροκομείον της Σάμου, ακριβώς δια τον λόγον ότι είχον τρομοκρατήσει με τους ψευδοπαλληκαρισμούς των την μικράν πολιτείαν.


Συλλογίζομαι πως μια νεόφερτη που ως χθες ζούσε στην κοινωνία μας, που ασφαλώς η καρδιά της τρεφόνταν με την ιδέαν ενός ωραίου συζύγου, που στο όνειρό της έβλεπε την μορφή του καλού της και στον ξύπνο της ενεσάρκωνε το είδωλον της φαντασίας της εις το πρόσωπον κάποιου ευσταλούς νέου, πώς είναι δυνατόν να δεχθή χωρίς τον φόβον παραφροσύνης το απότομον χτύπημα της τύχης να συνενώση την ζωήν της με τον μοιραίον λεπρόν που θα κατορθώση να την κάνη δική του.


Σκέπτομαι την απότομη αλλαγή, τον ψυχικό αυτό κλονισμό που τους ξεριζώνει κάθε προηγούμενο αίσθημα και σκέψι, κάθε αντίληψι, κάθε συνήθεια, και τους αφομοιώνει σε μια ζωή κάθε άλλο ανθρώπινη. 


Σκέπτομαι με απορία πώς οι άνθρωποι αυτοί τις πρώτες στιγμές, στον ψυχικό σάλο της πρώτης απελπισίας, δεν αυτοκτονούν... Και όμως, καθώς από όλους ήκουσα και καθώς ο ίδιος αντελήφθην, δεν υπάρχουν πλέον φιλόζωοι άνθρωποι απ’ αυτούς. Αγαπούν αυτό που τους μένει.


... Και ο ναΐσκος της Σπιναλόγκας δέχεται πολλές φορές ζευγαρωμένους λεπρούς που ζητούν να ενωθούν και με την ευλογίαν της εκκλησίας. Και ο ρασοφόρος που εδέχθη αυτήν την θέσι με την ελπίδα της σωτηρίας της ψυχής του και του μισθαρίου των 1.200 δρχ. (και όχι 2.100 όπως εκ τυπογραφικής αβλεψίας εγράφη χθες) ευλογεί τους γάμους αυτούς χωρίς διατυπώσεις, πομπάς, κουφέτα και νυμφικούς πέπλους.


Αραγε τι άλλο μένει πλέον χαραγμένο στη μονότονα σκοτεινή και αιωνίως μαύρη ζωή της νήσου των λεπρών, από τη μικρή αυτή λειτουργική και κοινωνική τελετή...

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΓΟΥΡΟΣ


2







Λέπρα και ψήφοι...


Η επιστολή - SOS του γιατρού και βουλευτή Μιχάλη Καταπότη προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για την κατάντια της Σπιναλόγκας και τα δεινά που υπέφεραν οι χανσενικοί

Το ημερολόγιο του Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη, του τελευταίου λεπρού που γιατρεύτηκε στο νοσηλευτήριο της Σπιναλόγκας, στάθηκε η αιτία για να γράψει ο Γιώργος Πρατσίνης το βιβλίο του «Ο γιατρός της Σπιναλόγκα, Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα» (εκδόσεις «Σαββάλας»). Το βιβλίο ξεκινάει με την επιστολή-SOS του γιατρού Μιχάλη Καταπότη προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για την κατάντια του νησιού και τα δεινά των ασθενών.

Απόσπασμα
Προς τον Πρωθυπουργό,
κ. Ελευθέριο Βενιζέλο
Αθήνα

Σητεία Κρήτης, 30ή Μαρτίου 1931

Αγαπητέ μου Πρόεδρε,

Με συγχωρείς που θα σε ενοχλήσω ξανά, αλλά λόγοι επαγγέλματος, συνείδησης και Ιπποκράτειου όρκου δε μου επιτρέπουν να αγνοήσω ή να παραπέμψω στις καλένδες το παρακάτω θέμα που αντίκρισμα επισκεφθείς πρόσφατα τη Σπιναλόγκα.

Θα σου ξαναθυμίσω ότι, όταν έφυγαν οι Τούρκοι από αυτό το νησάκι το 1901-1902, περίοδο που είχε πληθυσμό γύρω στους 1.200 κατοίκους, άφησαν τα σπίτια τους και οι περισσότεροι και τα υπάρχοντά τους.

Την ίδια περίπου εποχή, τους αρκετούς αρρώστους λεπρούς της Κρήτης τους είχαν συγκεντρώσει έξω από τις πόλεις, κυρίως στο Ηράκλειο, στις Μισκινιές όπως τις έλεγαν, και η κατάσταση ήταν απαράδεκτη τόσο για τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους, που δεν τους πλησίαζε κανείς, για να μην κολλήσει την αρρώστια, όσο και για τους υγιείς του Ηρακλείου και των γύρω χωριών, που φοβόντουσαν ακόμη και οι συγγενείς των να επισκεφτούν και να πλησιάσουν εκεί στους μασταμπάδες όπου ζούσαν οι άρρωστοι.

Και τότε, πολύ σωστά και με την επιμονή τη δική μου, αν θυμάσαι, σαν γερουσιαστής στην Κρητική Βουλή και εσύ σαν υπουργός, επέμενα να συγκεντρωθούν όλοι αυτοί οι άρρωστοι, οι χανσενικοί, της Κρήτης σε κάποιο νησί ώστε να μην έρχονται σε επαφή με τον υγιή πληθυσμό, αφού η λέπρα είναι μικροβιακή και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως τουλάχιστον λένε οι καθηγητάδες μας.

...Τελικά βρέθηκε η λύση σύμφωνα με την πρότασή μου, και οι λεπροί της Κρήτης αλλά και από άλλα μέρη το 1905 εγκαταστάθηκαν στο νησάκι της Σπιναλόγκας...

...Σαν γιατρός, που λες, πήγα τις προηγούμενες μέρες, γιατί με πίεζαν οι ψηφοφόροι κάποιου χωριού της περιφέρειάς μου, που έχει εκεί μέσα αρκετούς αρρώστους, επειδή δεν μπορούν πλέον οι άνθρωποί τους να ζήσουν στο νησάκι, αφού η κατάσταση από απόψεως στοιχειώδους διαβίωσης είναι αφόρητη.Πράγματι πήγα και δεν υπερβάλλανε καθόλου οι συγγενείς τους. Τα τούρκικα σπίτια στα οποία εγκαταστάθηκαν τότε οι άρρωστοι, τώρα και τριάντα περίπου χρόνια, βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και είναι έτοιμα να καταρρεύσουν.

Δεν υπάρχει ούτε θάλαμος ούτε ιατρείο που ο γιατρός να εξετάζει τους αρρώστους στις καθημερινές του επισκέψεις.

Δεν υπάρχει μια αίθουσα να συγκεντρώνονται, να κουβεντιάζουν, να συζητούν τα προβλήματά τους ούτε ένα στέκι για κάποια αναγκαία ψυχαγωγία.

Κι εγώ που πήγα δεν είχα πού να τους συγκεντρώσω να μου πουν τα προβλήματά τους και να συζητήσουμε τις πιθανές λύσεις που αυτοί πρότειναν.

Κι ακόμη ο Πρόεδρος του Συλλόγου των Χανσενικών ήταν αγανακτισμένος που στα τόσα γράμματα και στις αναφορές που είχα κάμει στο νομάρχη, στον υπουργό Γενικό Διοικητή Κρήτης, στο Υπουργείο Υγείας, ακόμη και στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, κανείς δεν του απάντησε. Μονάχα ο δεσπότης Διονύσιος του υποσχέθηκε ότι θα του στέλνει κάθε εβδομάδα έναν παπά να λειτουργεί.

Οπως βλέπεις, ακόμη και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα δεν μπορούν να εκτελέσουν οι δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι... Γι’ αυτό θα σε παρακαλούσα να φροντίσεις ώστε το Υπουργείο Οικονομικών να χορηγήσει τις αναγκαίες πιστώσεις και να βάλεις το Υπουργείο Υγείας να προγραμματίσει και να αρχίσει την εκτέλεση των αναγκαίων έργων, μήπως και μπορέσουμε να απαλύνουμε τον αέναο πόνο αυτών των ανθρώπων, που καθημερινά υποφέροντας πεθαίνουν.Τουλάχιστον να στεγαστούν ανθρωπινά.

Και επειδή, από ό,τι οσφραίνομαι, πάμε για εκλογές, καλό θα ήτανε αυτά τα έργα που κρίνει αναγκαία το υπουργείο να αρχίσουν αμέσως, οπότε θα έχουμε οπωσδήποτε και κομματικά οφέλη, ψήφους.

Περιμένοντας απάντησή σου, αγαπητέ μου πρωθυπουργέ, διατελώ μετά εκτιμήσεως, πάντα στο πλευρό σου και φυσικά με την παντοτινή μου αγάπη.

Μιχάλης Καταπότης
Ιατρός - Βουλευτής, πρώην Γερουσιαστής

Σοφία Ταράντου

Πηγές



ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ :







TΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (1958)


Υπόθεση : 

Ο επιβεβλημένος απομονωτισμός των κατοίκων της Σπιναλόγκα δημιουργεί καθημερινά επεισόδια τα οποία απασχολούν τόσο τις Αρχές όσο και τους ίδιους τους ασθενείς. Ένα ζευγάρι γιατρών (Γ. Καμπανέλλης-Ν. Σγουρίδου) αγωνίζεται για την ίαση της λέπρας στο νησί. Ο γιατρός υποκύπτει τελικά στην ασθένεια αλλά το νέο φάρμακο που στο μεταξύ έχει εφευρεθεί, αποκαθιστά την υγεία του καθώς και των υπολοίπων ασθενών. 

Η Αγλαΐα Μητροπούλου, στο βιβλίο της Ελληνικός Κινηματογράφος αναφέρει:
«Το 1957 το Νησί της Σιωπής αποκαλύπτει μια καινούργια σκηνοθέτη, την Λίλα Κουρκουλάκου. Νέα, γεμάτη ενθουσιασμό, ύστερα από σπουδές στο Πειραματικό Κέντρο Κινηματογράφου της Ρώμης, βάζει σ αυτή τη μελέτη για τη ζωή των λεπρών στη Σπιναλόγκα μιαν αφοσίωση και μια στοργή που φωτίζουν νεορεαλιστικά το ντοκυμενταρίστικο πλαίσιο και στυλ της ταινίας». 

Η σκηνοθέτης κατορθώνει να απομυθοποιήσει την ασθένεια της λέπρας χωρίς ακρότητες και ωραιολογίες. Η ταινία ήταν διεθνώς πρωτοποριακή, τόσο στη σύλληψη του θέματος όσο και στην εκτέλεση, αφού μερικά από τα γυρίσματα έγιναν στο νησί της Σπιναλόγκα που τότε λειτουργούσε ως λεπροκομείο.

Ηθοποιοί:
Γιώργος Καμπανέλλης, Νίνα Σγουρίδου, Ορέστης Μακρής, Γιάννης Σπαρίδης, Τζ. Κουρκουλάκος
Σκηνοθεσία: Λίλα Κουρκουλάκου ,  Σενάριο: Βαγγέλης Χατζηγιάννης

Την ταινία μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ:
ΜΕΡΟΣ 1

ΜΕΡΟΣ 2

ΜΕΡΟΣ 3

ΜΕΡΟΣ 4

ΜΕΡΟΣ 5

ΜΕΡΟΣ 6 (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)






 Werner Herzog – Letzte Worte  (1967)


H ταινία «Letzte Worte» (1967) (Τελευταία λόγια) εισάγει για πρώτη φορά το θεατή στον κόσμο του χερτζογκικού ντοκιμαντέρ. 

Γυρισμένη στην Κρήτη ανοίγει και κλείνει με τους ήχους της κρητικής λύρας. Ήδη στην αρχή της ταινίας ένας ταλαιπωρημένος στην όψη άντρας επιμένει να δηλώνει ότι δε θέλει να πει τίποτα κι ότι αυτή είναι η τελευταία του λέξη. Μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για τον τελευταίο λεπρό της Σπιναλόγκα που σύρθηκε με τη βία στον πολιτισμό, μιας και δεν ήθελε να εγκαταλείψει το νησάκι-φρούριο στο οποίο ζούσε σαν ερημίτης. 

Πλάνα ενός τοπίου-θανάτου , ένας γιατρός- αφηγητής που όμως φαίνεται να αγνοεί την τύχη του πρώην ασθενούς, δηλώσεις κάποιων ντόπιων αλλά και των τοπικών αρχών που αυτοεπαναλαμβάνονται και γελοιοποιούνται, είναι κομμάτια ενός παράξενου παζλ που συνθέτουν την ιστορία. Το ερώτημα ποιος ήταν τελικά αυτός ο άνθρωπος, φωτίζεται ίσως προς το τέλος, όπου ο ήρωας, ενώ επισφραγίζει με τις τελευταίες του λέξεις την άρνησή του να επικοινωνήσει με λόγια , παραδίδεται με τη λύρα και το τραγούδι του σε μια έκσταση απελευθερωτική.

Το ντοκυμαντέρ μπορείτε να το δείτε εδώ:



3. MEGA «ΤΟ ΝΗΣΙ»


Το MEGA, με εταιρείες παραγωγής την TVE (Tηλεοπτικές Επιχειρήσεις Α.Β.Ε.Ε.) και την Indigo View, ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2009 τα γυρίσματα της σειράς «Το Νησί» που είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκας, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (της λέπρας). 

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, διασκευάζεται για την τηλεόραση ένα διεθνές best seller όπως είναι το βιβλίο «Το Νησί», της Victoria Hislop.

Η ιστορία ξεκινά το 1939 και φτάνει έως και το 2001 και είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (της λέπρας). Ο αγώνας των λεπρών της Σπιναλόγκας για επιβίωση και για καλύτερες συνθήκες ζωής, πλέκεται αριστουργηματικά με τον αγώνα των κατοίκων της Πλάκας ενάντια στο κοινωνικό στίγμα, που άφηνε η νόσος, όταν χτυπούσε το μέλος μιας οικογένειας.

Το serial μεταδίδεται κάθε Δευτέρα


ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ : Το νησί των λεπρών που έγινε θρύλος!





«Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο...».
Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης 
(χανσενικός κάτοικος της Σπιναλόγκας)



ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ


Σπάνια σ’ ένα μνημείο η Ιστορία μιλά τόσο εύγλωττα από τα βάθη των αιώνων. 
Σπάνια ένα μνημείο κουβαλά στα σπλάχνα του τη σφραγίδα της αρχαίας Ελλάδας, των Σαρακηνών, των Ενετών, των Τούρκων και των Νεοελλήνων.





Η νησίδα Σπιναλόγκα  βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας και στο βόρειοανατολικό μέρος του κόλπου Μεραμπέλου. Η βραχονησίδα έχει έκτασή 85 στρέμματα και ύψος της 53 μέτρα. Το αρχαίο της  όνομα ήταν Καλυδών  (Καλυδωνία) αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς ονομάσθηκε Σπιναλόγκα. και σημαίνει «μακρύ αγκάθι» (spina=αγκάθι, longa=μακρύ). Προέκυψε από παραφθορά της ονομασίας «Stinelonde» (στην Ελούντα), εξελίχθηκε σε «Spinalonde» και τελικά σε «Spinalonga» («Spinalonga» επίσης ονομαζόταν και μια νησίδα στη Βενετία, η σημερινή «Giudecca»). Απ’ αυτή την ονομασία, προέκυψε αργότερα και η ελληνική απόδοση «Μακρακάνθη».  Σήμερα η ονομασία που έχει επικρατήσει είναι η «Σπιναλόγκα» (λιγότερο γνωστές είναι οι ονομασίες «Νησί» ή «Κολοκύθα»).Ο θρύλος λέει επίσης ότι η νησίδα πήρε το όνομά της από την ξακουσμένη Αρχοντοπούλα Λόγκα που έμενε μέσα στο φρούριο.


Κατά την αρχαιότητα, στη βραχονησίδα  υπήρχε το φρούριο των Ολουνιτών, το οποίο είχε χτιστεί προκειμένου να προστατεύει το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Το 1579 χτίστηκε από τους Βενετούς ένα ισχυρότερο φρούριο, πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος. Το ενετικό αυτό φρούριο  τόσο από άποψη οχύρωσης όσο και από την αρχιτεκτονική και αισθητική  του όλου τοπίου είναι άψογό και γι’ αυτό  διατηρεί ακόμα και σήμερα  την αξεπέραστη ομορφιά του. Το φρούριο αυτό ήταν ένα από τα σπουδαιότερα φρούρια του νησιού και θεωρούνταν απόρθητο. Παρέμεινε στην κυριαρχία των Βενετών και μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, το 1669. Την περίοδο αυτή χτίστηκαν εκεί και οι εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου. 



Την περίοδο του κρητικού πολέμου (1645-1669) η Σπιναλόγκα αποτέλεσε καταφύγιο αλλά και ορμητήριο των προσφύγων και των επαναστατών, των λεγόμενων χαΐνιδων, οι οποίοι έχοντας σαν βάση τους τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. 

Η νησίδα της Σπιναλόγκας ήταν το τελευταίο σημείο της μεγαλονήσου που κατάφεραν να καταλάβουν οι Οθωμανοί, μόλις το 1715. Από την περίοδο αυτή και μετά εξελίχθηκε σε ένα αμιγώς οικιστικό κέντρο. Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα 80 οικογένειες ενώ το 1881, 227. Σήμερα σώζονται αρκετά κτίσματα από την περίοδο αυτή, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι διώροφες οικίες περιτοιχισμένες από υψηλούς μαντρότοιχους, και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες μαγαζόπορτες και τζαμωτά ανοίγματα. 



Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο χαρακτήρας του νησιού, θα αλλάξει δραματικά, όταν ο ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, πρίγκιπας Γεώργιος, θα αποφασίσει την ίδρυση λεπροκομείου στην Σπιναλόγκα για να απομονώσει τους λεπρούς του της Κρήτης, καθώς τότε η λέπρα  (ή «Νόσος του Χάνσεν», ή «λώβη») βρισκόταν σε έξαρση.

Η κίνηση αυτή είχε και άλλο κίνητρο, καθώς στην Σπιναλόγκα κατοικούσαν μερικές οικογένειες Τούρκων, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν απ’ την Κρήτη. Με την εγκατάσταση όμως εκεί των λεπρών, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί κι έτσι έφυγαν και οι τελευταίοι Τούρκοι απ’ την Κρήτη.

Η απόφαση για την ίδρυση του λεπροκομείου, με το όνομα «Άγιος Παντελεήμων», υπογράφηκε στις 30 Μαΐου του 1903 και σε πρώτη φάση μεταφέρθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 1904 στην Σπιναλόγκα περίπου 250 ασθενείς από όλη την Κρήτη. Στην δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες, ενώ για την διάνοιξη περιμετρικού δρόμου χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του φρουρίου.

Το Λεπροκομείο που ιδρύθηκε στη Σπιναλόγκα και λειτούργησε μέχρι το 1957, διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία και ιερέα. Οι άρρωστοι κατοίκησαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του ΄30. Μεγάλα τμήματα του βενετικού τείχους καταστράφηκαν, το 1939, με δυναμίτιδα προκειμένου να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα στη νησίδα. 






Οι λεπροί μέχρι τότε, ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες (με ασβεστωμένες πέτρες), τις λεγόμενες «μεσκινιές» («μεσκίνηδες» ή «λουβιάρηδες» ονομάζονταν στην Κρήτη οι λεπροί). Ήταν οι «κομμένοι». Ο κόσμος, στην θέα και μόνο των παραμορφωμένων λεπρών, πανικοβάλλονταν κι έτσι οι άτυχοι ασθενείς, αναγκάζονταν να κυκλοφορούν φορώντας κουδουνάκια, για να προειδοποιούν για την παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Η παραβίαση των ορίων της «μεσκηνιάς» από τον λεπρό, μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και τον λιθοβολισμό ή πυροβολισμό του. 

Την λέπρα την αποκαλούσαν και θρησκευτική αρρώστια, λόγω του ότι ο Ιησούς εμφανίζονταν στα ευαγγέλια να θεραπεύει έναν λεπρό κι αυτό προκαλούσε ένα δέος και έναν επιπρόσθετο φόβο. Λόγω του ότι μέχρι τότε η λέπρα ήταν ανίατη ασθένεια κι ο κόσμος αγνοούσε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων έχει φυσική ανοσία απέναντι στην νόσο (αν και έστω η ελάχιστη πιθανότητα μετάδοσης της ασθένειας, ήταν αρκετή για να λειτουργήσει αρνητικά), το στίγμα έφερε κι ολόκληρη η οικογένεια του ασθενή, η οποία οδηγούνταν έτσι σε κοινωνική απομόνωση ως «λεπρόσογο» και «βρόμικοι». Κρατική μέριμνα δεν υπήρχε (οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια) και οι λεπροί ζούσαν αποκλειστικά από την ελεημοσύνη του κόσμου.

Το 1913, με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, άρχισαν να πηγαίνουν λεπρούς απ’ όλη την χώρα (συνήθως τους πιο «άτακτους» και «αντιδραστικούς»), ενώ σταδιακά η Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε ως Διεθνές Λεπροκομείο της Ευρώπης· ο δε πληθυσμός έφτασε μέχρι και τους χιλίους κατοίκους. 

Απέναντι από την Σπιναλόγκα δημιουργήθηκε κι ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όταν  δημιουργήθηκε εκεί ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες και κάποια καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία προμηθεύονταν οι λεπροί, αλλά και οι επισκέπτες τους. 

Οι περισσότεροι λεπροί οδηγούνταν στην Σπιναλόγκα δια της βίας (ενίοτε και με χειροπέδες), καθώς γνώριζαν ότι εκεί κατά πάσα πιθανότητα θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους, χωρίς καμμία ελπίδα για επιστροφή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην είσοδο του λεπροκομείου είχε τοποθετηθεί μια επιγραφή που καλούσε-προειδοποιούσε τους νεοεισαχθέντες με το εξής μήνυμα: «Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα»…

Παρ’ ότι το λεπροκομείο διέθετε γιατρό και νοσηλευτικό προσωπικό, οι συνθήκες διαβίωσης στο νησί ήταν άθλιες. Μια μεγάλη τρώγλη, χωρίς οργάνωση. Ένα μικρό μηνιαίο επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, ήταν ανίκανο να καλύψει τις βασικές τους ανάγκες. Όσοι είχαν δυνάμεις, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την τροφή τους είτε καλλιεργώντας κηπευτικά, είτε ασχολούμενοι με το ψάρεμα. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, που οι ασθενείς δραπέτευαν από το νησί για να πάνε στα κοντινά χωριά προς αναζήτηση τροφής. Οι «δραπέτες» που γίνονταν αντιληπτοί, αλλά και οι λοιποί «παραβάτες», κλείνονταν προς σωφρονισμό σε μια φυλακή που βρισκόταν πάνω σ’ έναν βράχο (από ένα σημείο και μετά, η φυλακή καταργήθηκε). 

Πολλοί πέθαιναν αβοήθητοι και μέσα σε φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι από την αρρώστια. Ο νομάρχης Λασιθίου, σε επιστολή του, στις 6 Αυγούστου 1925, προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο είναι αρκετά δηκτικός για την καταλληλότητα της Σπιναλόγκας ως θεραπευτηρίου: «Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τα χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψη. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσεως και φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαρθειχθή εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων…». Κι ο διευθυντής του «Ινστιτούτου Παστέρ» στην Τύνιδα, Σαρλ Νικόλ, περιγράφει σε αναφορά του προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930, την κατάσταση στη Σπιναλόγκα με μελανά χρώματα, ζητώντας από την ελληνική πολιτεία το κλείσιμο του λεπροκομείου, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ως μόνη διασκέδαση και απασχόληση, ελλείψει εργασίας, κοιτάζουν την θάλασσα, παίζουν μερικά παιχνίδια και μερικά όργανα μουσικής. Τον περισσότερο όμως καιρό καταριούνται την τύχη τους, πίνουν, μεθούν, τσακώνονται και αγαπούν. Όταν επισκεφθήκαμε το νησί, δεν γίνονταν ούτε της λέπρας καν συστηματική νοσηλεία. Στον τραγικό αυτόν τόπο, ενώ περπατούμε, ακολουθούμενοι, περιστοιχιζόμενοι απ’ όλον τον απρόσβλητο πληθυσμό, δύο ερωτήματα προβάλλουν στην συνείδησή μας: Κι αν από απροσεξία υπάρχει μεταξύ των εγκάθειρκτων αυτών και κανένας υγιής; Ποια θα είναι η ζωή του και πόση η απελπισία του αν το ξέρει… Και μεταξύ των ελαφρότερα προσβεβλημένων (γιατί οι πρώτες εκδηλώσεις της λέπρας είναι ελαφριές) πόσοι δεν θεωρούν τους εαυτούς των αδίκως κλεισμένους στο νησί, καταδικασμένους να περάσουν όλη των την ζωή εκεί μέσα… Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν για να γλυτώσουν από την φριχτήν φυλακή, αλλά και μερικοί κατόρθωσαν κολυμπώντας να φύγουν…».

Στην Σπιναλόγκα υπήρχαν και μερικοί κάτοικοι, οι οποίοι δεν ήταν ασθενείς. Ήταν κυρίως άνθρωποι που δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να αποχωριστούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κατά την διάρκεια του αποχωρισμού από τα αγαπημένα τους πρόσωπα εξελίσσονταν δραματικές και τραγικές στιγμές. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας κοπέλας, που μην αντέχοντας μακριά από τον αγαπημένο της, έκανε ένεση στον εαυτό της, ισχυριζόμενη ότι ήταν αίμα του άνδρα της, για να μολυνθεί κι αυτή και να υποχρεωθούν οι υπεύθυνοι να την οδηγήσουν στην Σπιναλόγκα. Όπως κι έγινε… Η κοπέλα πάντως δεν ασθένησε, αν και ο άνδρας της πέθανε στα χέρια της. Όπως δεν ασθένησαν και τα περισσότερα από τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Σπιναλόγκα, πολλά εκ των οποίων απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νόσησης (αν και οι γάμοι μεταξύ χανσενικών τυπικά απαγορεύονταν λόγω της ασθένειας, αυτό δεν εμπόδισε πολλούς απ’ αυτούς να δημιουργήσουν σχέσεις -«παράνομες» και μη- μεταξύ τους) και μεταφέρονταν σε ειδικό παιδικό σταθμό στην Αθήνα. Η σωματική επαφή ασθενών και υγιών (δηλαδή προσωπικό και επισκέπτες) απαγορευόταν αυστηρά, ενώ κατά τις μεταξύ τους οικονομικές συναλλαγές, τα χρήματα περνούσαν υποχρεωτικά από ειδικό κλίβανο για απολύμανση. Το εξιτήριο μπορούσε ν’ αποκτηθεί, μόνο αν έβγαιναν αρνητικές τρεις διαδοχικές απαιτούμενες εξετάσεις.

Κατά την διάρκεια της Κατοχής, η Σπιναλόγκα ήταν ίσως το μοναδικό μέρος της Ελλάδος στο οποίο δεν πάτησαν πόδι οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, καθώς φοβήθηκαν να τους βγάλουν από εκεί, αν και φοβόταν ότι αυτό το μέρος θα μπορούσε να γίνει σημείο απόβασης των Βρετανών, αναλαμβάνοντας έτσι και την τροφοδοσία τους.

Γιατί και για τους Γερμανούς στρατιώτες, όπως συνέβαινε από την περίοδο της αρχαιότητας, η ΛΕΠΡΑ  υπήρξε μια ασθένεια που προκαλούσε φόβο και αποστροφή  . Η προσβολή ενός ατόμου από την ασθένεια προσέδιδε σε αυτό το στίγμα του ακάθαρτου  ανθρώπου και τον  περίγυρό του  που  φοβόντουσαν την οποιαδήποτε επαφή μαζί του. 

Η  ασθένεια προκαλούσε  ανοικτές πληγές στο σώμα και ιδιαίτερα στα χέρια και  τα πόδια ενώ πολλές φορές προκαλούσε δυσμορφία στο πρόσωπο με απώλεια της μύτης , των αυτιών και των μαλλιών.  Η λέπρα υπήρξε μια ασθένεια που δεν εξαρτιόταν από την ηλικία των ατόμων. Θύματά της υπήρξαν ακόμη και μικρά παιδιά. Άλλωστε η αρρώστια αυτή μπορούσε να εμφανισθεί και πάρα πολλά χρόνια μετά την ημέρα που κάποιος άνθρωπος χτυπήθηκε από το μικρόβιο της λέπρας.

Ένας νορβηγός  παθολόγος ο  ARMAUER HANSEN  που μελετούσε την λέπρα για πολλά χρόνια είναι αυτός που το 1873 βρήκε το βακτηρίδιο ή το βάκιλο της λέπρας και για αυτό  προς τιμή του η αρρώστια ονομάστηκε ασθένεια του Χάνσεν και οι λεπροί αποκαλούνται επιστημονικά χανσενικοί . Μέσω της εργασίας του ο κόσμος έμαθε ότι η λέπρα  μεταδίδεται  μέσω της απευθείας επαφής μεταξύ ενός άρρωστου και ενός  υγιούς ανθρώπου. Η μόλυνση  επέρχεται  όταν η ανοικτή πληγή ενός λεπρού έρχεται  σε επαφή  με μια φρέσκια πληγή, ένα σημάδι ή μια γρατσουνιά ενός άλλου υγιούς  προσώπου.   

Το 1948, θα ανακαλυφθεί στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας και σταδιακά η Σπιναλόγκα θα αδειάζει μέχρι και το 1957 που αποχώρησαν και οι τελευταίοι ασθενείς, οπότε και έκλεισε. Οι εναπομείναντες χανσενικοί που δεν είχαν θεραπευτεί ακόμη, μετακομίστηκαν στο λεπροκομείο της «Αγίας Βαρβάρας» στο Αιγάλεω (ή «λοιμωδών νόσων», όπως επικράτησε να λέγεται) .

Κάποιοι ασθενείς, έστω και θεραπευμένοι, αντιμετώπιζαν με μεγάλη επιφύλαξη -και όχι αβάσιμα- την επιστροφή τους στο περιβάλλον που ζούσαν πριν μπουν στην Σπιναλόγκα, λόγω του «στίγματος» που κουβαλούσαν, φοβούμενοι την κοινωνική απόρριψη. Ο μόνος που λέγεται ότι αρνήθηκε πεισματικά να εγκαταλείψει το νησί, ήταν ένας λυράρης από το Ρέθυμνο, ο Αντώνης Παπαδάκης ή «Καρεκλάς», ο οποίος παρ' ότι δεν ήταν ασθενής είχε αποφασίσει να ζήσει στην Σπιναλόγκα μαζί με τους λεπρούς. Εξακολουθούσε να ζει στο νησί, τρώγοντας αγριόχορτα και σαύρες, και παίζοντας τη λύρα του, έως ότου οι αρχές τον έφεραν με την βία πίσω στον πολιτισμό, αν και ίδιος προτίμησε την απομόνωση από τον κόσμο και εκφραζόταν μόνο με την μουσική του (η περίπτωση του καταγράφηκε στην ταινία μικρού μήκους του 1968 «Letzte Worte» [«Τελευταία λέξη»] του Werner Herzog). Όπως λέγονταν, είχε τρελαθεί....  

Κατά τη διάρκεια των πενήντα τεσσάρων ετών της αποικίας,(1903-1957)  εκατοντάδες άτομα έζησαν στο νησί και κάποιοι μάλιστα ερωτεύτηκαν σε αυτό παντρεύτηκαν και οι χανσενικές γυναίκες τους γέννησαν και τα παιδιά τους.  Όπως αναφέρεται 20  παιδιά γεννήθηκαν στην Σπιναλόγκα στο διάστημα που απετέλεσε  αποικία ή καλλίτερα το σπίτι των λεπρών της Ελλάδος.

Το πώς έζησαν οι άνθρωποι στο νησί αυτό περιγράφει αρκετά γλαφυρά η Βικτώρια Χίσλοπ στο βιβλίο της «ΤΟ ΝΗΣΙ» απόσπασμα του οποίου παρουσιάζω παρακάτω. Το κάνω δε αυτό γιατί την ίδια αίσθηση, τα ίδια συναισθήματα με την ηρωίδα της την Αλέξις  είχα  εγώ και τρεις καλοί μου φίλοι  όταν βρεθήκαμε ένα Αυγουστιάτικο σούρουπο πάνω στο νησί  και ήμασταν, για εκείνη την ημέρα, οι μόνοι και τελευταίοι επισκέπτες του.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Victoria Hislop

"ΤΟ ΝΗΣΙ"





 
"Η Αλέξις βρισκόταν τώρα μόνη στη Σπιναλόγκα και αι­σθάνθηκε ένα κύμα φόβου να την κατακλύζει. … Θα μπορούσε να καλύψει κολυμπώντας ολό­κληρη την απόσταση μέχρι την ενδοχώρα; Δεν είχε ξαναβρε­θεί ποτέ τόσο  απόλυτα  μόνη… Ένιωσε την εξάρτησή της να βαραίνει ξαφνικά σαν μυλόπετρα και αποφάσισε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Θα απολάμβανε αυτό το διά­στημα της μοναξιάς· οι ελάχιστες ώρες της απομόνωσής της ήταν σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με την ποινή της ισόβιας μοναξιάς που πρέπει να αντιμετώπισαν οι παλιοί κάτοικοι της Σπιναλόγκας.

Τα τεράστια πέτρινα τείχη του βενετσιάνικου κάστρου υψώνονταν απειλητικά από πάνω της. Πώς θα ξεπερνούσε αυτό το φαινομενικά αδιαπέραστο εμπόδιο; Τότε ήταν που παρατήρησε, στον στρογγυλεμένο τομέα των τειχών, μια μι­κρή είσοδο με ύψος όσο ένας μέσος άνθρωπος. Ήταν ένα μικροσκοπικό, σκοτεινό άνοιγμα πάνω στην γκρίζα επιφά­νεια της πέτρας, και καθώς πλησίαζε διαπίστωσε ότι αποτε­λούσε την είσοδο μιας μακριάς σήραγγας που έστριβε στο βάθος, κρύβοντας έτσι ότι βρισκόταν στο άκρο της. Με τη θάλασσα από κάτω της και τα τείχη μπροστά της, υπήρχε μόνο ένας δρόμος που θα μπορούσε να ακολουθήσει - ευθεία μπροστά, μέσα στο σκοτεινό, κλειστοφοβικό πέρασμα. Το ακολούθησε για μερικά μέτρα και, όταν αναδύθηκε ξανά από το μισοσκόταδο στο λαμπερό απογευματινό φως του ήλιου, είδε ότι η κλίμακα του μέρους είχε αλλάξει εντελώς. Σταμά­τησε,   αποσβολωμένη.

Βρισκόταν στο κάτω άκρο ενός μακριού δρόμου, που περι­στοιχιζόταν από μικρά διώροφα σπίτια. Κάποτε, αυτό μπορεί να έμοιαζε με οποιοδήποτε χωριό στην Κρήτη, αλλά αυτά τα κτίρια ήταν τώρα πια μισοερειπωμένα. Τα παράθυρα κρέμο­νταν σε περίεργες γωνίες από τους σπασμένους μεντεσέδες τους, και τα παντζούρια έτριζαν με το ελαφρό θαλασσινό αερά­κι. Διέσχισε διστακτικά τον σκονισμένο δρόμο, απορροφώντας όλα   όσα   έβλεπε:    μια   εκκλησία   στα   δεξιά   της   με   σκαλιστή βαριά πόρτα, ένα κτίριο που, κρίνοντας από τα μεγάλα πα­ράθυρα του ισογείου, ήταν κάποτε προφανώς κατάστημα, κι ένα κάπως μεγαλόπρεπο κτίριο, αποκομμένο από τα άλλα, με ξύλινο μπαλκόνι, τοξωτή εξώπορτα και τα ερείπια ενός πε­ριτοιχισμένου κήπου. Μια βαθιά, απόκοσμη σιωπή πλανιόταν πάνω  από  όλα  αυτά.



Στα δωμάτια των ισογείων ήταν φυτρωμένες πλούσιες συστάδες από ζωηρόχρωμα αγριολούλουδα, και στους πάνω ορόφους κίτρινες βιολέτες πρόβαλλαν μέσα από τις ρωγμές στους σοβάδες. Πολλά από τα νούμερα των σπιτιών ήταν ακόμη ευδιάκριτα, και οι αχνοί αριθμοί - 1 1 , 18, 2 9 - επικέ­ντρωναν τη φαντασία της Αλέξις στο γεγονός ότι πίσω από καθεμιά από αυτές τις εξώπορτες κάποιοι άνθρωποι είχαν ζή­σει πραγματικές ζωές. Συνέχισε να κάνει βόλτες, μαγεμένη. Ήταν σαν να υπνοβατούσε. Δεν ήταν όνειρο, κι όμως υπήρχε κάτι τελείως εξωπραγματικό σε  όσα  αντίκριζε.

Προσπέρασε ένα χώρο που πρέπει να ήταν καφενείο, μια μεγαλύτερη αίθουσα και ένα κτίριο με σειρές από τσιμεντένιες γούρνες, το οποίο συμπέρανε ότι πρέπει να ήταν πλυσταριό. Δίπλα τους βρίσκονταν τα ερείπια ενός άσχημου τριώροφου συγκροτήματος, με απέριττα κάγκελα από χυτοσίδηρο στα μπαλκόνια. Το μέγεθός του ερχόταν σε περίεργη αντίθεση με τα σπίτια, και ήταν παράξενο που κάποιος είχε χτίσει αυτό το κτίριο μόλις εβδομήντα χρόνια πριν και το θεωρούσε κορυ­φαίο δείγμα μοντερνισμού. Τώρα, τα τεράστια παράθυρά του έχασκαν ορθάνοιχτα στο θαλασσινό αεράκι και τα ηλεκτρικά καλώδια κρέμονταν από τα ταβάνια σαν μάζες από λασπωμέ­να μακαρόνια. Ήταν σχεδόν το πιο θλιβερό κτίριο  απ'  όλα.

Αφού βγήκε από την πόλη, έφτασε σε ένα κατάφυτο μο­νοπάτι που οδηγούσε μακριά, σε ένα σημείο πέρα από κάθε ένδειξη ύπαρξης πολιτισμού. Ήταν ένα φυσικό ακρωτήρι, που χανόταν απότομα στη θάλασσα δεκάδες μέτρα πιο κάτω. Εκεί αφέθηκε να  φαντάζεται τη  δυστυχία των λεπρών  και να αναρωτιέται αν μέσα στην απελπισία τους έρχονταν σε αυτό το μέρος για να συλλογιστούν να δώσουν ένα τέλος. Κάρφωσε το βλέμμα της στον ορίζοντα. …. Ήταν ο μόνος άνθρωπος σε ολόκληρο το νησί και αυτό την έκανε να συνειδητοποιήσει ένα γεγονός: η απομόνωση δεν σήμαινε απαραίτητα και μοναξιά. Μπορείς να είσαι μόνος μέσα στο πλήθος. …

Αφού ακολούθησε τα βήματά της πίσω στη σιωπηλή πό­λη, η Αλέξις ξεκουράστηκε για λίγο σε ένα πέτρινο κατώφλι, κατεβάζοντας μονορούφι κάμποσο από το νερό που είχε φέρει μαζί της. Δεν κινούνταν τίποτα, εκτός από κάποια σαύρα η οποία κάθε τόσο έτρεχε πάνω στα ξερά φύλλα, που κάλυπταν πλέον τα πατώματα αυτών των ετοιμόρροπων σπιτιών. Μέσα από ένα άνοιγμα στο ερειπωμένο σπίτι μπροστά της είδε τη θάλασσα, και πέρα από αυτή την ενδοχώρα. Κάθε μέρα οι λεπροί πρέπει να κοιτούσαν προς την Πλάκα και θα μπο­ρούσαν να δουν κάθε κτίριο, κάθε βάρκα - ίσως ακόμη και τους ανθρώπους που ασχολούνταν με τις καθημερινές τους δουλειές. Τώρα άρχιζε να φαντάζεται πόσο πρέπει να τους βασάνιζε αυτή  η  εγγύτητα.

Τι ιστορίες μπορούσαν να πουν οι τοίχοι αυτής της πόλης; Πρέπει να υπήρξαν μάρτυρες φοβερών βασάνων. Εννοείται ότι το να είναι κάποιος λεπρός, καθηλωμένος σε αυτόν το βράχο, πρέπει να ήταν η χειρότερη μοίρα που μπορούσε να του επι­φυλάξει η ζωή. Η Αλέξις, όμως, είχε εξασκηθεί πολύ καλά στο να βγάζει συμπεράσματα από αρχαιολογικά υπολείμμα­τα, και μπορούσε να καταλάβει, απ' ότι είχε απομείνει σε αυτό το μέρος, πως η ζωή εδώ πρέπει να συμπεριλάμβανε μια πιο πολύπλοκη γκάμα συναισθημάτων για τους κατοίκους, και όχι μόνο δυστυχία και απελπισία. Αν η ύπαρξή τους ήταν άθλια, γιατί να υπάρχουν καφενεία; Γιατί υπήρχε ένα κτίριο που θα μπορούσε να είναι μόνο δημαρχείο; Διαισθάνθηκε με­λαγχολία, αλλά είδε επίσης και σημάδια φυσιολογικής ζωής. Αυτά ήταν που της είχαν προκαλέσει έκπληξη. Τούτο το μι­κροσκοπικό νησί είχε υπάρξει κοινότητα, όχι απλώς ένα μέ­ρος όπου έρχονταν για να πεθάνουν - τουλάχιστον αυτό έδει­χναν  τα  ερείπια  της υποδομής."
 "ΤΟ ΝΗΣΙ"
VICTORIA   HISLOP




 
Το νησί των λεπρών που έγινε θρύλος!



Μισό και πλέον αιώνα από την απομάκρυνση και των τελευταίων χανσενικών από την Σπιναλόγκα, το νησί του πόνου και της οδύνης, επανέρχεται στο παγκόσμιο προσκήνιο χάριν σε μία Βρετανίδα συγγραφέα αλλά και μία τηλεοπτική υπερπαραγωγή που κάθε Δευτέρα βράδυ καθηλώνει τους Έλληνες μπροστά από τη μικρή οθόνη.

Η «ευλογημένη» πλέον για τους ντόπιους Βικτόρια Χίσλοπ συνέβαλε όσο κανείς άλλος ώστε η φήμη της Σπιναλόγκας και της Ελούντας να φθάσει μέχρι τα πέρατα της γης με τρόπο πρωτόγνωρο. Από τα βάθη των αιώνων η Σπιναλόγκα αποτελεί σύμβολο πολιτισμού. Ποιος όμως θα μπορούσε να φανταστεί ότι δεκαετίες αργότερα το νησί που έχει «εμποτιστεί» από πύρινα δάκρυα, θα άγγιζε τόσο πολύ τις ψυχές εκατομμυρίων ανά τον κόσμο.





 ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ
ΚΑΙ 
ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ


Μαρία Μπεμπελάκη
Ετών 90

“Δεν θα ξεχάσω τα γλέντια των λεπρών στη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα”

Μορφή της περιοχής είναι αναμφισβήτητα η κ. Μαρία Μπεμπελάκη. Παρά τα 90 της χρόνια, δεν έχει χάσει τη ζωντάνια της και το μυαλό της εξακολουθεί να είναι «κοφτερό».

Μεγάλωσε σε ένα σπίτι που βρίσκεται απέναντι από το νησί. Όπως λέει χαρακτηριστικά «όταν ανοίγω την πόρτα, πρώτα θωρώ των ήλιο και μετά την Σπιναλόγκα».

Η μάνα της υπήρξε επί 17 χρόνια νοσοκόμα στο λεπροκομείο. «Πήγαινα κάθε εβδομάδα στο νησί γιατί κρατούσα πράγματα στη μάνα μου. Σχετίστηκα με τους αρρώστους, όμως δεν φοβήθηκα ποτέ» λέει στην “Πατρίδα”.

Κορασίδα τότε, πολλές φορές είχε χρειαστεί να φιλοξενήσει στον μικρό τους καφενέ, στην Πλάκα, τους συγγενείς των λεπρών. «Εκεί κοίμιζα τον κόσμο. Τους παρηγορούσα, τους μαγείρευα, να περάσουν δύο μέρες και να φύγουν. Δεν μπορώ να σας περιγράψω όσα είδαν τα μάτια μου και όσα άκουσαν τα αυτιά μου γι’ αυτό το νησί».

Νοσταλγεί τα τρικούβερτα γλέντια που έστηναν ανήμερα του Αγίου Παντελεήμονα οι λεπροί.«Έβγαζαν δύο καΐκια και πήγαιναν στα Μάλια για να τα φορτώσουν καρπούζια. Την ημέρα της εορτής μας φίλευαν όλους από μία φέτα και κερνούσαν λουκούμια με αμύγδαλο μέσα σε τεράστια ξύλινα κιβώτια. Πηγαίναμε πολλοί από ‘δω και τα χωριά. Το γλέντι με τα όργανα στηνόταν στο μεγάλο θάλαμο. Χορεύαμε ανακατωμένοι λεπροί και γεροί, κορίτσια και αγόρια. Εκεί αναπτύχθηκαν μεγάλοι έρωτες γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν ήταν αποφασισμένοι» λέει.






Ο νοσοκόμος του λεπροκομείου θυμάται
Γιάννης Λυράκης ετών 87

Τον κυρ-Γιάννη Λυράκη, τον συναντήσαμε στο χωριό της Ελούντας. Υπήρξε νοσοκόμος στο λεπροκομείο. Τις γνώσεις τις είχε από τη θητεία του στο τότε Βασιλικό Ναυτικό. Με γυναίκα, παιδιά και εγγόνια αποφάσισε να εργαστεί στην Σπιναλόγκα.

«Στην αρχή όλοι ήταν σε άθλια κατάσταση. Από τα έλκη είχαν παραμορφωθεί. Δείλιαζες να τους κοιτάξεις. Αργότερα, όταν ανακαλύφθηκαν τα φάρμακα, η βελτίωση ήταν μεγάλη.
Μόλις έμπαιναν εκεί, παντρεύονταν αμέσως και τεκνοποιούσαν. Εκεί μέσα υπήρχαν και υγιείς γυναίκες που είχαν ακολουθήσει τους άνδρες τους. Δούλευαν ως υπάλληλοι και βοηθούσαν. Έπαιρναν τα βρέφη και τα εξέταζαν. Αν το μωρό είχε το μικρόβιο του Χάνσεν, το επέστρεφαν στους γονείς. Αν ήταν υγιές, το κρατούσαν. Το μεγάλωναν, το μόρφωναν για να ακολουθήσει έπειτα το δρόμο του εκτός νήσου».

Θυμάται την εμβληματική μορφή του τριτοετή φοιτήτη της νομικής, Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη. Ήταν η «κεφαλή» της Σπιναλόγκας, ο άνθρωπος που αγωνίστηκε και πέτυχε να αλλάξει τις συνθήκες διαβίωσης των χανσενικών. Κατάφεραν να έχουν μία φυσιολογική ζωή. Ψάρευαν, είχαν φτιάξει συνεταιρισμούς, έπαιζαν χαρτιά, έκαναν γλέντια, πήγαιναν σχολείο».

Θυμάται επίσης ότι στην Σπιναλόγκα επικρατούσαν δύο παρατάξεις, «οι κρητικοί και οι παλαιοελλαδίτες». Μάλιστα για τα μάτια μιας καλλονής ήρθαν σε αντιπαράθεση, όμως εκείνη δεν έκανε τη χάρη σε κανένα και έφυγε μονάχη σαν ήρθε η ώρα του φευγιού από το νησί. «Και τώρα όλη η υδρόγειος μιλάει για την Σπιναλόγκα» λέει με συγκίνηση.

 


Μανώλης Φουντουλάκης
86 ετών


Ο κ.Μανόλης Φουντουλάκης είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια δίνει τη δική του "μάχη" για τη ζωή.Ταυτόχρονα αγωνίζεται ενάντια στην προκατάληψη και το ρατσισμό. Είναι από τους λιγοστούς εν ζωή ασθενείς που έχουν θεραπευτεί από τη νόσο του Χάνσεν. Σήμερα στα 86 του χρόνια, ζει στο σπίτι του στην Αμφιάλη.

Αν και ο ίδιος δεν αποζητά την εφήμερη δημοσιότητα και δεν είναι άνθρωπος των τηλεοπτικών πάνελ, το όνομά του έγινε ευρύτερα γνωστό όταν είχε την τιμή να γράψει το εισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο "Το νησί" της Βρετανίδας συγγραφέως Βικτόρια Χίσλοπ.

"Ένας βράχος, έκτασης 400 επί 250 τ.μ., απλώνεται μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση περίπου 800 μέτρων από το χωριό Πλάκα της Ελούντας. Από το νησί έχουν περάσει τέσσερις πολιτισμοί και το 1904 έγινε αποικία λεπρών. Αρχικά, προοριζόταν ως ο τόπος συγκέντρωσης των λεπρών της Κρήτης, αλλά αργότερα έγινε όλης της Ελλάδας.

Η Σπιναλόγκα δεν υπήρξε ποτέ θεραπευτικό ίδρυμα. Ήταν τόπος εξορίας, ένας τόπος μαρτυρίου. Όποιος πατούσε το πόδι του στο νησί έχανε κάθε ελπίδα για ζωή. Κάποιοι το ονόμαζαν Καιάδα και όχι άδικα. Ήταν χιλιάδες τα κορμιά που έφαγε επί 53 χρόνια. Έκλεισε οριστικά το 1957, αφού βρέθηκε το φάρμακο και θεραπεύτηκε η λέπρα.. Η απομόνωση ήταν υποχρεωτικός τρόπος ζωής που είχε επιβληθεί στους αρρώστους.

Λόγω της δυσμορφίας που επέφερε καμιά φορά η νόσος, αναγκάζονταν να τους κλείσουν και να τους απομονώσουν στη Σπιναλόγκα. Δεν υπήρχε νοσηλευτικό προσωπικό και το κράτος έδινε ένα επίδομα για τα έξοδά τους.

Πάνω στο νησί υπήρξαν ζευγάρια που παντρεύτηκαν. Λειτούργησαν καφενεία και συνεταιρισμός για την προμήθεια προϊόντων. Αλλά είχε αναπτυχθεί φοβερή αλληλεγγύη μεταξύ των ασθενών. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον άρρωστο στις δύσκολες ώρες που ήταν στο κρεβάτι κατάκοιτος..

Αλίμονο, τότε, σε όποιον τύχαινε να πάσχει από τη νόσο του Χάνσεν. Η προκατάληψη δεν άφηνε περιθώρια ούτε και στην οικογένειά του. Τότε δεν μπορούσες καν να σηκώσεις το κεφάλι και να δεις, τον κόσμο, λες κι είχες διαπράξει το πιο ατιμωτικό έγκλημα.

Για τη λέπρα βρέθηκε η θεραπεία εδώ και πενήντα χρόνια, αλλά ακόμη και σήμερα δεν έχει βρεθεί το φάρμακο για την προκατάληψη. Αν και είναι πολύ δύσκολο, να εξαλειφθεί η προκατάληψη για τη νόσο του Χάνσεν, ίσως αυτό να συμβεί με την πάροδο του χρόνου, αφού δεν θα υπάρχουν νέοι άρρωστοι..." αναφέρει ο Μανόλης Φουντουλάκης σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο του Ε.Τ. κ.Ν.Κουφάκο.

"Με έσωσε το φάρμακο στο παρά 5΄"

Η ζωή του Μανώλη Φουντουλάκη θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα. Γεννήθηκε το 1923 στην Ελούντα. Στα 25 του χρόνια ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή του, όταν έμαθε ότι πάσχει από την ασθένεια:

"Ήταν Φεβρουάριος του 1949 και υπηρετούσα ως αστυφύλακας στον Πειραιά. Ξαφνικά ένα απόγευμα διακομίστηκα στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγ.Βαρβάρας, όπου παρέμεινα για δύο χρόνια.." λέει και θυμάται ότι αμέσως ειδοποίησε την αγαπημένη του και της ζήτησε να χωρίσουν, "γιατί τότε κανείς δεν γλίτωνε από την κακιά ασθένεια..."

Όμως στάθηκε τυχερός, αφού βρέθηκε το φάρμακο πριν να είναι αργά... Το 1954 παντρεύτηκε με τη Λενιώ του, με την οποία αγαπιόντουσαν από παιδιά. Το 1973 πέρασε νέα δοκιμασία, έπαθε υποτροπή από την ασθένεια και λίγο έλειψε να πεθάνει. Έχασε τα μαλλιά του, παραμορφώθηκαν το πρόσωπό του και τα άκρα του και ξαναμπήκε στο Κέντρο Χανσενικών. Το 1978 ο Θεός τον ξαναδοκίμασε ακόμη χειρότερα, όταν πήρε από κοντά του την πολυαγαπημένη του σύζυγο που αρρώστησε από την σύγχρονη μάστιγα του καρκίνου. Ακόμα συγκινείται όταν θυμάται τη γυναίκα της ζωής του.Το 1983 παθαίνει έμφραγμα του μυοκαρδίου και σώζεται από θαύμα.

Ο κύριος Μανώλης είναι σήμερα υπερήφανος γιατί, όπως λέει με καμάρι, κατόρθωσε και δημιούργησε μια θαυμάσια οικογένεια, με παιδιά κι εγγόνια.!



 ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΡΕΜΟΥΝΔΑΚΗΣ

Ο ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ ΗΓΕΤΗΣ
ΤΩΝ ΧΑΝΣΕΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ


Η ζωή των λεπρών της Σπιναλόγκας αρχίσε να αποκτά  νόημα όταν πάτησε το πόδι του στο νησί ένας νέος ασθενής: Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. 

Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ήταν εικοσιενός ετών, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, όταν το 1936 πληροφορήθηκε ότι πάσχει από την Νόσο του Χάνσεν. Λίγο καιρό πριν, η αδελφή του είχε οδηγηθεί στην Σπιναλόγκα χτυπημένη από την ίδια ασθένεια. Ο ίδιος εξαιτίας της ασθένειας του, χρόνια αργότερα θα τυφλωθεί και θα χάσει το χέρι του. Όπως γράφει και σχολιάζει ο Ρεμουνδάκης στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του «Αητός χωρίς φτερά», όταν έφτασε στην Σπιναλόγκα, η αδελφή του τον υποδέχθηκε λέγοντας του «»Καλώς τον» κι όχι «καλώς όρισες». Αυτόν τον χαιρετισμό χρησιμοποιούσαν οι άρρωστοι στο νησί...». Η αδελφή του θα πεθάνει λίγα χρόνια αργότερα...

Ο Ρεμουνδάκης, ένας απ' τους λίγους μορφωμένους ανθρώπους που υπήρχαν στο νησί, δεν ήταν διατεθειμένος να περιμένει μοιρολατρικά το τέλος της ζωής του, ζώντας ως «ζωντανός νεκρός».

Αγωνίστηκε για να καλυτερεύσει την ζωή των λεπρών και απαίτησε από την πολιτεία καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και νοσηλείας. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να ιδρύσει την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας». Έφερε ασβέστη για να απολυμανθούν τα σπίτια και να φύγει η δυσοσμία που «τρυπούσε» τις μύτες και φύτεψαν δένδρα. Αποκτήθηκε ηλεκτρογεννήτρια και η Σπιναλόγκα απέκτησε ρεύμα, πριν ακόμη κι από την Πλάκα που βρισκόταν απέναντι και στον «έξω κόσμο».Διοργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών και κοινόχρηστων χώρων και χάρις σ' αυτόν, το νησί απέκτησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο,ενώ τοποθετήθηκαν και μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική.

 Άρχισαν να ασκούνται επαγγέλματα, να λειτουργεί υποτυπώδες εμπόριο, δημιουργήθηκε σχολείο με δάσκαλο έναν λεπρό, ενώ είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι άρχισε να εκδίδεται και σατιρικό έντυπο. Το πιο σημαντικό ίσως που πέτυχε ο Ρεμουνδάκης, ήταν η τόνωση του αισθήματος της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Έτσι, η ζωή των λεπρών άρχισε να θυμίζει κάτι από την προηγούμενη ζωή τους, ή όπως μαρτυρεί κι ένας μετέπειτα θεραπευμένος χανσενικός, ο Μανώλης Φουντουλάκης, «Από μια στιγμή και μετά το νησί δεν ήταν το κολαστήριο. Ήταν ένα χωριό εγκλείστων, με τους καλούς, τους κακούς, τους τζαναμπέτηδες και τους ζαμανφουτίστες».

Το 1948, θα ανακαλυφθεί στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας και σταδιακά η Σπιναλόγκα θα αδειάζει μέχρι και το 1957 που αποχώρησαν και οι τελευταίοι ασθενείς, οπότε και έκλεισε. Οι εναπομείναντες χανσενικοί που δεν είχαν θεραπευτεί ακόμη, μετακομίστηκαν στο λεπροκομείο της «Αγίας Βαρβάρας» στο Αιγάλεω (ή «λοιμωδών νόσων», όπως επικράτησε να λέγεται), μεταξύ αυτών κι ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης.



ΒΙΒΛΙΑ – ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Βικτώριας Χίσλοπ "ΤΟ ΝΗΣΙ" (Εκδόσεις Διόπτρα, 2007)

Διαβάζοντας και εγώ όπως πολλοί άλλοι το βιβλίο το βρήκα τρομερά ανθρώπινο, γεμάτο αλτρουισμό με μια ωραία γραφή από τη Βικτώρια Χίσλοπ που σε ταξιδεύει πραγματικά στο χρόνο και κυρίως σου "ανοίγει" τα μάτια για να δεις και να νοιώσεις πώς είναι να "ζεις" παρέα με τον θάνατο και τί αξίες έχει τελικά η ζωή που εμείς θεωρούμε δεδομένη εσαεί, αλλά συνήθως δεν ξέρουμε να την "ζούμε".

Πρόκειται για την ιστορία μιας οικογένειας που εξελίχθηκε σε ανθρώπινη τραγωδία. Ο τόπος των γεγονότων: η Κρήτη, το Λασίθι η Πλάκα και το απέναντι νησάκι της Σπιναλόγκα.
Η ιστορία ξεκινά το 1939 και φτάνει έως και το 2001. 

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί στο βιβλίο της  πραγματικά γεγονότα που αφορούν στην τότε ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκα και οι οποίοι έρχονταν εξ ανάγκης αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (την λέπρα).

Περιγράφεται επίσης μέσα στο βιβλίο ο αγώνας των λεπρών της Σπιναλόγκας για επιβίωση και για καλύτερες συνθήκες ζωής, ενώ παρουσιάζεται αριστουργηματικά και ο αγώνας των κατοίκων της Πλάκας ενάντια στο κοινωνικό στίγμα, που άφηνε η νόσος, όταν χτυπούσε κάποιο μέλος μιας οικογένειας. 

Από τη μία λοιπόν αναπαρίσταται η ιστορία των κατοίκων της Πλάκας που πρέπει να κρατήσουν μυστική την ασθένεια, να αντιμετωπίσουν το χαμό των δικών τους ανθρώπων, αλλά και να συνεχίσουν τη ζωή τους για χάρη των παιδιών τους.

Από την άλλη, στην απέναντι όχθη, στην Σπιναλόγκα, οι μελλοθάνατοι Κρητικοί και Αθηναίοι Χανσενικοί, απομονωμένοι και «φυλακισμένοι» πάνω στο νησί, έχουν να αντιμετωπίσουν αρχικά τεράστιες δυσκολίες καθημερινής επιβίωσης, καταφέρνουν ωστόσο να ξεπεράσουν τα προβλήματα, ευημερούν, παντρεύονται και κάνουν παιδιά, καλλιεργούν, κάνουν εμπόριο, συνεχίζουν να δημιουργούν και να ζουν.

Το έργο της Victoria Hislop έγινε παγκόσμιο bestseller με 2.000.000 πωλήσεις εκ των οποίων 185.000 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στην Αγγλία το 2006, στην Ελλάδα το 2007 καθώς και σε 23 ακόμη χώρες και μέσα σε 4 χρόνια κατάφερε να εκτοξευθεί στις λίστες των πιο επιτυχημένων μυθιστορημάτων παγκοσμίως. Οι πωλήσεις του βιβλίου συνεχίζουν με εκπληκτικούς ρυθμούς εντός και εκτός Ελλάδας.

Έχει κυκλοφορήσει επίσης σε: Πολωνία, Σερβία, Ισπανία, Κροατία, Νορβηγία, Ταϊβάν, Γερμανία, Βουλγαρία, Ολλανδία, Σλοβακία, Ιταλία, Ρουμανία, Ρωσία, Κίνα, Σουηδία, Ιαπωνία, Τσεχία, Βραζιλία, Λιθουανία, Τουρκία, Ισραήλ.


ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ
 

Όμως το βιβλίο της Βικτορίας Χίσλοπ δεν είναι το μοναδικό βιβλίο που είναι εμπνευσμένο από το νησί της Σπιναλόγκα.Μετά μάλιστα από μια μικρή έρευνα ανακαλύψαμε την ύπαρξη και άλλων βιβλίων.

Δύο συγγραφείς της γενιάς του 1930, ο Θέμος Κορνάρος (1906-1970) και ο Γουλιέλμος Αμποτ (1906-2001), όπως και μια κάπως παλαιότερή τους, η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962), έσπευσαν να γράψουν για το νησί όταν ο απόηχος από τον πόνο και την απόγνωση στις βορειοανατολικές ακτές της Κρήτης έφταναν μέχρι την Αθήνα. 

Οι χρονολογίες μιλούν από μόνες τους: το 1914 δημοσιεύεται η «Αρρωστη πολιτεία» της Καζαντζάκη, το 1933 η «Σπιναλόγκα» του Κορνάρου και το 1939 το «Γη και νερό» του Αμποτ. 

Η «Αρρωστη πολιτεία» και η «Σπιναλόγκα» κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε κοινό τόμο από τις εκδόσεις Καστανιώτη, υπό τον κοινό τίτλο «Το νησί των σημαδεμένων», με επιλογικά σχόλια του Μάνου Λουκάκη, ενώ το «Γη και νερό» κυκλοφορεί από το 2003 από τις εκδόσεις «Πόλις», με προλεγόμενα του Κώστα Γεωργουσόπουλου και της Ελισάβετ Κοτζιά. 

Η «Αρρωστη πολιτεία» κυκλοφόρησε φέτος και σε ξεχωριστό τόμο από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», στη σειρά «Πεζογραφικές Επισημάνσεις» της Αγγέλας Καστρινάκη, με επίμετρο της Κέλλυς Δασκαλά.


Το πρώτο ενδιαφέρον βιβλίο είναι γραμμένο με μια παλιά αλλά καλή "γραφή".Ο τίτλος του
« Η άρρωστη Πολιτεία» (Εκδόσεις: Ελληνικά γράμματα, 2010)  όπου περιγράφεται η ζωή στην Σπιναλόγκα, στο νησί των λεπρών. Είναι μια νουβέλα που η συγγραφέας του Γαλάτεια Καζαντζάκη αποκαλεί "ρομάντζο". 

« Η άρρωστη Πολιτεία» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1914 και αναπτύσσει μια ερωτική ιστορία μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, ενός δασκάλου και μιας περήφανης κοπέλας που απελπισμένα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να απολαύσει όπως θέλει την χαρά του έρωτα αφού ξέρει το τέλος της. Αυτός ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο νησί επιδρά τα μέγιστα στην ψυχολογία του ατόμου με αναρίθμητα ερωτήματα του πώς, του γιατί και του πότε με κυριώτερη τραγική αίσθηση, την απώλεια του ύψιστου αγαθού της ελευθερίας.

Στο επίμετρο της η Κέλλυ Δασκαλά μας εξιστορεί τον μύθο και την πραγματικότητα που αναπτύχθηκε μέσα από την παγκόσμια λογοτεχνία από την Βίβλο μέχρι σήμερα για την φοβερή  ανίατη μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, ασθένεια.

Θα πρέπει πάντως  να τονίσουμε τον "δυναμισμό" που βγάζει το κείμενο της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που σχεδόν έναν αιώνα μετά, σε υποβάλλει σε μια κατάσταση να θέλεις να μάθεις πώς μπορείς να γίνεις καλύτερος άνθρωπος... 

Εδώ όμως θα πρέπει να σημειώσουμε και την διαφορά του βιβλίου της Γαλάτειας Καζαντζάκη με τα δύο άλλα του Κορνάρου και του Αμποτ που προαναφέραμε. Πιο συγκεκριμένα ο κ.  Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (e-net.gr) αναφέρει τα εξής:

" Οργανωμένος κομμουνιστής από τα νιάτα του, ο Κορνάρος βιάζεται στη «Σπιναλόγκα» να καταγγείλει το σαθρό κοινωνικό σύστημα που έφτιαξε τον τόπο του μαρτυρίου.

Οι αδικίες των ταξικών διαχωρισμών και των υγειονομικών θεσμών έχουν για τον Κορνάρο την πρώτιστη ευθύνη για το δράμα που ζουν οι χανσενικοί στο απομονωμένο νησί, όπου τα πάντα (χώροι παραμονής, ιατρικές παροχές, τροφοδοσία) νοσούν έως θανάτου. Ο συγγραφέας δεν θέλει, παρ' όλα αυτά, να παραμερίσει το μέγεθος της παράνοιας που προκαλεί η ίδια η αρρώστια (οι εικόνες του εδώ είναι σπαρακτικές), όπως και την τεράστια προσπάθεια των ανθρώπων να αντλήσουν την ελπίδα τους από το πουθενά και να επιζήσουν κόντρα σε κάθε αντιξοότητα. 

Μολονότι επίσης στρατευμένη πολιτικά, η Καζαντζάκη ακολουθεί στην «Άρρωστη Πολιτεία» έναν πιο προσωπικό δρόμο προκειμένου να παραστήσει την αποικία του χαμού. Οι ήρωες της μοιάζουν στην αρχή εντελώς απελπισμένοι, ανίκανοι για την απαντοχή που καταφέρνουν να δείξουν οι ήρωες του Κορνάρου και πρόθυμοι να παραδοθούν χωρίς την παραμικρή αντίσταση στη μοίρα τους. Ένας έρωτας, όμως, θα δώσει ξαφνικά στην απελπισία τους μιαν αδιανόητη νότα χαράς και ανάτασης, ακόμη και την ώρα που όλα αρχίζουν να κατρακυλούν στο χάος (η ακροτελεύτια σκηνή με το ερωτευμένο ζευγάρι έτοιμο να εγκαταλειφθεί στην απεραντοσύνη της θάλασσας διαθέτει μια σπάνια δύναμη υποβολής, έχοντας αποκλείσει εκ των προτέρων την οποιαδήποτε αισθηματολογική ευκολία). 

Αν εκείνο το οποίο κυριαρχεί στις νουβέλες του Κορνάρου και της Καζαντζάκη είναι η ερείπωση και η αθλιότητα των καταπληγιασμένων και μισοφαγωμένων μορφών των χανσενικών, σ' ένα περιβάλλον όπου η προσδοκία της λύτρωσης δεν καταφέρνει να πεθάνει παρά τον λυσσαλέο πόλεμο εναντίον της, στο «Γη και νερό» του Αμποτ η ίδια προσδοκία θα διοχετευτεί σ' έναν μανιασμένο αγώνα απόδρασης από το νησί. Κι όταν η απόδραση θα καταλήξει σε πικρή ουτοπία, οι άνθρωποι το μόνο που θα κάνουν θα είναι να καταφύγουν στη μνήμη του υγιούς βίου τους, που θα αποδειχτεί, αλίμονο, εξίσου δύστροπος και ανάλγητος με το άρρωστο παρόν. 

Η διάθεση παραλυτικής εξίσωσης του άρρωστου παρόντος με το υγιές παρελθόν υπάρχει και στον Κορνάρο ή στην Καζαντζάκη, αλλά στο μυθιστόρημα του Αμποτ αποκτά ενδημικό χαρακτήρα. Μοναδική διέξοδος, το πάθος για των «ιδεών» την «πόλιν» (για τη δικαιοσύνη, την παιδεία και την έλλειψη ισότητας), που εξακολουθούν να συγκλονίζουν τους πρωταγωνιστές, δείχνοντας μία ακόμη φορά την άγρια προσκόλλησή τους στη ζωή. 

Μιλώντας για τη Σπιναλόγκα, οι τρεις συγγραφείς δίνουν στην αφήγησή τους κι έναν συνολικότερο (σαφώς συμβολικό και αλληγορικό) τόνο, που ηχεί ιδιαιτέρως οικείος στα δικά μας αυτιά: ο κλειστοφοβικός χώρος του νησιού του ερέβους μπορεί να είναι ο χώρος του οιουδήποτε πολιτικού, κοινωνικού ή φυλετικού εγκλεισμού, ο περίγυρος και οι τοίχοι οιασδήποτε φυλακής για όσους αποκλίνουν και διαφέρουν από τη συμφωνημένη νόρμα και την κοινής αποδοχής αξία. 

Ο έρωτας αποτελεί το άλφα και το ωμέγα τόσο για το «Νησί» της Χίσλοπ όσο και για τα έργα των Κορνάρου, Καζαντζάκη και Αμποτ. Σε ό,τι αφορά τους Ελληνες συγγραφείς, δεν πρόκειται, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, για έναν λυρικοδραματικό και ρομαντικό έρωτα, που κινείται ανάμεσα σε παρούσες σκιές και μελλοντικούς τάφους, αλλά, αντίθετα, για μια συνεχή έκρηξη και περιπέτεια του σώματος. 

Αντί να καμφθεί από την επέλαση της αρρώστιας και τον φόβο του αφανισμού, το σώμα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να ανεβάσει στο φουλ τις ερωτικές του επιδόσεις και να τρυγήσει μέχρι την τελευταία ρώγα τον καρπό της ηδονής. Φτασμένοι στα όρια του σύμπαντος, δύο βήματα από την Αχερουσία, υποψήφιοι νεκροί αλλά ακόμη ζωντανοί, οι άνθρωποι που αλωνίζουν πάνω-κάτω τη Σπιναλόγκα δεν εννοούν να παραιτηθούν από το υπέρτατο δικαίωμα στο σεξ, το οποίο και θα ασκήσουν ποικιλοτρόπως: σε μισογκρεμισμένα σπίτια και λερά κρεβάτια, σε θαλασσινές σπηλιές και σκιερές γωνίες, σε φανερές περιπτύξεις και σε κρυφές συναντήσεις." 


Ακούγοντας τις αναμνήσεις όλων αυτών των ανθρώπων που παρουσιάσαμε παραπάνω διαβάζοντας τα βιβλία που γράφουν για το νησί, βλέποντας το σήριαλ, ή την παλιά ελληνική ταινία και τα σχετικά με την Σπιναλόγκα βιντεάκια στο YouTube  και  τελικά επισκεπτόμενος το «Νησί»,  κάπου εκεί μέσα σε όλα αυτά θα αισθανθείς την παρουσία της «Ελένης» και του «Γιώργη» της Βαλέριας Χίσλοπ και θα αφουγκραστείς τις φωνές του παρελθόντος. Ίσως μάλιστα περπατώντας στα καλντερίμια της Σπιναλόνγκας  και παρατηρώντας τον χώρο της οδύνης να νιώσεις την ανάσα εκείνων που αγωνίστηκαν, ακόμα και με τη ζωή τους, για να αποτινάξουν το στίγμα του μιάσματος που απομόνωσε ρατσιστικά και από άγνοια τόσο κόσμο στο γραφικό νησάκι.

Σήμερα η Σπιναλόγκα έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικός χώρος και κάποια κτήρια αναστηλώνονται. Θεωρείται τουριστικός προορισμός για ημερήσιες εκδρομές και κολύμπι. Τη Σπιναλόγκα επισκέπτονται πάνω από 300.000 άνθρωποι, αριθμός που τη φέρνει στους πέντε πρώτους βυζαντινούς – μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά κάποια ερείπια, απομεινάρια άλλων εποχών μένουν για να θυμίζουν αυτούς τους ανθρώπους. Το βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ έβαλε ταφόπλακα στην απομόνωση!


ΠΗΓΕΣ :