Όταν συλλογιέμαι την Κρήτη...
Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Όταν συλλογιέμαι την Κρήτη, ανεβαίνει στα μάτια μου η ζεστή θάλασσα της Λιβύης, και το κεφάλι του Γιούχτα, και τα σφακιανά φαράγγια, κ’ η μινωική μοναξιά. Τ’ αυτιά μου γεμίζουν απ’ τ’ αηδόνια τα μεθυστικά του Αλικιανού. Τα ρουθούνια μου οσφραίνονται τις εαρινές πορτοκαλιές. Η καρδιά μου ανεμοδέρνεται ανάμεσα σε οιμωγή κ’ ευχωλή ολλύντων κι ολλυμένων.
Τόσο αλλόκοτο, τόσο βασανισμένο και τόσο μαγευτικό είναι τούτο το μεγάλο νησί, το στενόμακρο, το κατακερματισμένο, με τις απότομες ακροθαλασσιές και τις γλυκές αμμουδιές, με τα περήφανα βουνά, τ’ ανυπόταχτα, με τις μαλακές κοιλάδες, τα δεντροπερίβολα, τ’ αμπέλια και τα χωράφια, με την άφθονη παράδοση και την Ιστορία, που καθώς η φουσκοθαλασσιά κατακλύζει τους αιώνες, με την αγριάδα και την αγιωσύνη, με την αποκοτιά και τη φρόνιμη σκέψη, με τ’ ορθάνοιχτο μάτι και το γοργό φτεροκόπημα – παρόμοιο με αγριοπερίστερο, που ταξιδεύει στο κύμα, πρασινωπό και σταχτύ και χρυσό και γαλάζιο, αφήνοντας πίσω του ένα ρυάκι κοκκινόμαυρο αίμα. Άλλος κόσμος η Κρήτη.
Έτσι την είδα την πρώτη στιγμή, που το καράβι μ’ απίθωσε στα χώματά της, στα θαλασσοδαρμένα μουράγια του Μεγάλου Κάστρου. Κι έγραψα για κείνο το σμίξιμο: «Είταν και κάτι χωριάτες με βαριές φουφούλες, με ψιλοκεντημένα γιλέκα, με μαύρα μαντήλια αναδεμένα στο λάσιο κεφάλι, άκουρα μαλλιά και γένια πυκνά και κατεβασμένα μουστάκια, φορούσαν ψηλά στιβάνια και μιλούσαν γλώσσα παχιά και τα μάτια τους σπίθιζαν σκληροκεφαλιά κι αρετή, είταν κάτι πρόσωπα της ύπαιθρης γης που καρτερούσαν να φουντάρει το καράβι, να μπούνε μέσα, να πάνε στο Ρέθεμνος, και ξάνοιξε μονομιάς η καρδιά μου να χωρέσει η Κρήτη, αυτό το κοφτερό νησί, που ξεκίνησε από πολύ μακριά, για να φτάσει στις μέρες μας».
Έτσι έγραψα τότε. Είταν ένα ξάφνιασμα κ’ ένα μούδιασμα, ξάφνιασμα για το θέαμα, μούδιασμα για το μέγεθος. Γιατί η Κρήτη κατέχει τη δύναμη ν’ αυτοπολλαπλασιάζεται, να φαρδαίνει, να ψηλώνει, να ξεπερνάει το μέτρο και την αντοχή την ανθρώπινη, σαν η περίσταση το καλέσει. Το κρητικό πανί κυβερνάει τη Μέση θάλασσα , μπαίνει στις βαθιές διχάλες της Ανατολής, στο στόμα του Νείλου, γυροφέρνει τη βορεινή Αφρική, ξανοίγεται ίσαμε τα’ ακραία σημάδια, κορφολογώντας ομορφιά και βιός. Ευτυχισμένος τόπος λογιέται στα ωγύγια εκείνα χρόνια η Κρήτη, καθώς μας δείχνουν η Κνωσός κι η Φαιστός, πολιτείες της ειρήνης, όπου λαός δουλευτής και μακρόθυμος κ’ ευγενικός ζούσε τη ζωή του με λυγεράδα και χάρη. Αυτός ο λαός, αυτοί «οι άνθρωποι της μινωικής προϊστορίας» για να θυμηθώ και πάλι την πρώτη κρητική μου στιγμή, «δένουν την ηπειρωτική Ελλάδα με τους ανατολικούς πολιτισμούς του Όρθρου. Κατηφορίζουν από τις πρωτοδυναστικές εποχές της Αιγύπτου, για να φτάσουν στους καιρούς του νομοθέτη και του νομοφύλακα του Χαμουραμπί της Βαβυλωνίας και στις επιδρομές των Υξώς, των βοσκών βασιλιάδων του Νείλου, και της δαιμονικής εκείνης Χατσεψούτ και του Αμένωφη του 2ου και του 3ου και για να πεθάνουν αφήνοντας τη στερνή ύπαρξή τους στο έπος της Τροίας και στην αγωνία του μυκηναίου πολιτισμού».
Η μινωική προϊστορία είναι πάντα ζωντανή στην Κρήτη και μάλιστα στα χώματά της τ’ ανατολικά, όπου ρίζωσε κι ανθοφόρησε και κάρπισε ο μεγάλος πολιτισμός. Οι Κρητικοί είναι λαός αποφασιστικά αντικλασσικός. Καυχιούνται για τη δόξα και την ομορφιά των μακρινών εκείνων προγόνων, που ζούσαν σε πολιτείες ατείχιστες, που κάτεχαν την τέχνη να ωραϊζουν την κάθε τους μέρα και που έσβησαν αφήνοντας πίσω τους ένα φουσκωμένο αυλάκι από χρυσό φως. Μέσα σε τούτο το φώς ανασταίνεται, την πάσα στιγμή, η προαιώνια μνήμη της Κρήτης. Μπορεί και να είναι της φαντασίας ξεγέλασμα, μεθυστική φρεναπάτη, καθαρή ποίηση καθώς το λουλούδι της ζαφοράς, καθώς το μάτι της «Παριζιάνας». Μα τούτη την ποίηση οι Κρητικοί την πήραν στην καρδιά τους και στο πνεύμα τους και την έκαμαν μοίρα του τόπου.
Η Κρήτη είναι μια ασταμάτητη αμφιβολία, ένα αιώνιο λυκαυγές ανάμεσα σε Ευρώπη και Ανατολή. Ξένη προς το λογισμό της Αθήνας δημιουργεί μια ιδιότυπη παρουσία, όπου ο μύθος εξακολουθεί και στα ιστορικά χρόνια να ενεργεί. Ίσαμε τη στερνή τούτη στιγμή δεν έχει αποκολληθεί από το τσόφλι του μύθου. Το επικό στοιχείο βρίσκεται πάντα μέσα στη φύση του κρητικού ανθρώπου.
Λίγο να πασκίσεις να ξεπεράσεις την επιφάνεια, θα συναντήσεις την όρθια εναντίωση. Είναι φιλότιμος και φιλόξενος χωρίς σύνορο. Μα σα λάχει και του αντισταθείς, μονομιάς θα σου αντισταθεί κι εκείνος. Γιατί αυτή την πέτρα, αυτό το χώμα που είναι η γης του, χρειάστηκε μέσα σε χιλιάδες χρόνια να το διαφεντέψει με το αίμα του, ανυπόταχτος πάντα˙ και για τούτο την τρέμει τη συναλλαγή, που φτωχαίνει το μέσα πλούτος και στραγγίζει από κάθε ικμάδα το χλωρό φύτρο της ζωής. Μαθημένος να σκαρφαλώνει στις κακοτράχαλες μαδάρες του τόπου του, να πορεύεται ανάμεσα σε δυσκολοπερπάτητα φαράγγια, να πλαγιάζει με τ’ άρματα στο προσκεφάλι του και το προσκεφάλι του να είναι ένα κομμάτι λιθάρι, ξέρει πως ολοένα πρέπει ν’ αγωνίζεται για ζωή και για θάνατο. Η απόφαση της θυσίας βρίσκεται μέσα του ακοίμητη.
Ανεβοκατεβαίνεις την Κρήτη και νιώθεις πως ταξιδεύεις σ’ ένα κορμί με τις φλέβες φουσκωμένες, καταπλημμυρισμένες από ανήσυχο αίμα. Όλη η Κρήτη είναι ένα ταμπούρι. Καλοδέχεται τον καλοπροαίρετο ξένο, μάχεται με πείσμα τον εχθρό. Αυτό είναι η ιστορία της, η παράδοσή της, το τραγούδι της. Είναι ζεστή καθώς η Αφρική, κοφτερή καθώς το σαρακηνό λεπίδι, γοργομάτα και φτεροπόδα καθώς οι γιδοβοσκοί που νυχτερεύουν σιμά στα φτωχά τους κοπάδια στις αψηλές κακοτοπιές, κι όταν γίνεται πνεύμα, παλεύει με νύχια και δόντια να κατραστερωθεί στα μεσούρανα. Έτσι μας δίνει τον Κορνάρο και τον Χορτάτση, τον «Ερωτόκριτο» και την «Ερωφύλη». Μας δίνει τον Θεοτοκόπουλο αυτόν τον ασκητή, που στήνει τα βαθειά του οράματα στις επάλξεις του Τολέδου και την παρουσία του κατακόρυφη ανάμεσα στο φως και στο σκότος.
Η Κρήτη δεν ξέρει παρά το μέγεθος και την απόπειρα για το μέγεθος και την πορεία προς το μέγεθος. Πρότυπα του αιώνα μας ο Βενιζέλος κι ο Καζαντζάκης. Μήτε το Βενιζέλο μήτε τον Καζαντζάκη μπόρεσε να τους χωρέσει η καθημερινή ζωή. Η ψυχή τους ήταν πλασμένη από πολλές ανηφοριές. Από οραματισμό και ανταρσία. Ο Βενιζέλος χωρίς πόλεμο και χωρίς επανάσταση ήταν λειψός. Μεταμόρφωνε και την ειρήνη σε διηνεκή εξέγερση, καταστρώνοντας σχέδια, κεντρίζοντας τις κοιμισμένες δυνάμεις, διδάσκοντας στους νεκρούς πως έχουν τελειωτικά πεθάνει. Κι ο Καζαντζάκης κρατούσε με την αγωνία του και την απόγνωσή του, αδιάσπαστη τη συνομιλία του, που είχε γίνει για τούτον όρος ζωής, με τους θεούς και τους ήρωες, συμπερπατώντας με το Βούδδα, συμπάσχοντας με τον Προμηθέα, συνταξιδεύοντας με τον Οδυσσέα, συζώντας με το Χριστό. Οι ανηφοριές έπαιρναν ένα πλήθος ονόματα, ένα πλήθος πρόσωπα μέσα του. Πότε τις έλεγες Περίανδρο και πότε Ιουλιανό. Και πότε Νικηφόρο Φωκά. Και πότε Παλαιολόγο και πότε Χριστόφορο Κολόμβο. Ήξερε πως κι όταν πέφτεις, από κάπου ψηλά πρέπει να πέφτεις, για να ‘χει και η ήττα τη μεγαλοσύνη της. Για τούτο ο άνθρωπος της άλλης Ελλάδας είναι δύσκολο να τον νοήσει τον Κρητικό. «Τι τρομάρα, τι χαρά», λέει ο Καζαντζάκης μιλώντας για τον Γκρέκο, «να περπατάς και να νοιώθεις μια μεγάλη ψυχή να κατακτυπάει τα φτερά της από πάνω σου!». Βέβαια, αυτό, σε κάποια περίσταση, θέλει να πει μοναξιά. Πάντα η μεγαλοσύνη είναι μια μοναξιά. Και η απόπειρα – και το πάθος της μεγαλοσύνης. Και να που φτάσαμε σε μια λέξη οριστική: Το πάθος!
Ο Κρητικός δεν είναι ο άνθρωπος του καθαρού στοχασμού που δημιουργεί την άτρεμη διάρκεια, είναι ο άνθρωπος του πάθους. Ολόκληρος ο Καζαντζάκης υπομνηματίζει τούτη τη διαπίστωση. Ας σταθούμε σ’ ένα κομμάτι, σε λίγα λόγια: «Είχα μπει μέσα στ’ αμπέλια, κοπέλες με τα πρόσωπα σφιχτά τυλιγμένα σε άσπρες μπολίδες, για να μην τις κάψει ο ήλιος τρυγούσαν˙ σήκωναν το κεφάλι στο διάβα σου, και δε διέκρινες παρά δύο μάτια μεγάλα, κατάμαυρα, που μπιρμπίλιζαν στον ήλιο, γεμάτα άντρες. Είχα αφήσει το σώμα μου να πάρει όποιο δρόμο ήθελε και χαιρόμουν να μην οδηγώ εγώ, να με οδηγάει αυτό. Είχα εμπιστοσύνη. Μέσα στο φως της Ελλάδας, το σώμα δεν είναι τυφλή ακατέργαστη ύλη, πολύ ψυχή το διαπερνάει και το κάνει να φωσφορίζει, κι είναι άξιο, αν το αφήσεις λεύτερο, να πάρει μόνο του απόφαση και να βρει το σωστό δρόμο, χωρίς την επέμβαση του νου˙ κι η ψυχή πάλι δεν είναι αόρατο είδωλο κι αγέρας˙ έχει πάρει κι αυτή τη σιγουράδα και τη ζεστασιά του κορμιού και γεύεται με σαρκική λες χαρά τον κόσμο, σαν να ‘χε στόμα και ρουθούνια και χέρια να το χαδέψει».
Ο Καζαντζάκης πουθενά αλλού δεν θα μπορούσε να γεννηθεί, δε θα μπορούσε να υπάρξει. Λεύτερος μέσα στον απελπισμό του κι απελπισμένος μέσα στη λευτεριά, μας δίνει, τη στιγμή τούτη την έσχατη, το πιο βαθύ, το πιο μυστικό, το πιο αλγεινό πρόσωπο της Κρήτης. Την ανησυχία, τη δίψα, την πείνα, την παλικαριά, το θάνατο. Πόσες και πόσες φορές δεν έχει περπατήσει η Κρήτη στο ακρόχειλο της αβύσσου! Πολεμώντας τους Σαρακηνούς, τους Βενετσάνους, τους Τούρκους, τους Τεύτονες. Κανένας ποτέ δεν τη βρήκε του χεριού του, να τη σκλαβώσει χωρίς αντίσταση. Είκοσι χρόνια πιλάτευαν το Μεγάλο Κάστρο οι Τούρκοι, με λυσσασμένα φουσάτα, ίσαμε να το καταπονέσουν και να το πάρουν. Και σε τούτον το μεγάλο πόλεμο, που μόλις έχει τελειώσει, η κρητική αντίσταση στάθηκε ξάφνιασμ’ από τα πιο βαρυσήμαντα. Λίγος τόπος, λίγος λαός, αντίκρυ στο τρομαχτικό γεωγραφικό διαμέτρημα του αγώνα, και την πούλησε τη λευτεριά του ακριβά, στοιβάζοντας στο ένα τάσι της ζυγαριάς τους σκοτωμένους αντίμαχους και στ’ άλλο σταλαματιά το αράθυμο αίμα του. Την Κρήτη πρέπει να τη σκοτώσεις, για να την πάρεις. Ζωντανή δεν παραδίνεται. Και σκοτωμένη ανασταίνεται, για να ξεκινήσει για καινούργιους δρόμους. Είναι η «πρασινόχρυση σειρήνα» του Μαβίλη, που τραγουδεί «μέσ’ στη ροδάτη κατάχνια του πελάου»:
Σαν το γάλα της αίγας Αμαλθείας
Θρέφει Θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελάτε να χαρήτε μέσ’ της θείας
αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της ζωής, δώρα άγια τρία:
θάνατο, αθανασία κ’ ελευθερία.
Ο Μαβίλης πολέμησε στην Κρήτη. Έζησε την ορμή και την αναγάλλια και τη θλίψη του ξεσηκωμού.Έζησε την ομορφιά και την παλικαριά της Κρήτης. Την αλύγιστη ώρα, την όρθια, που είναι η χαρακτηριστική ώρα της κρητικής ιστορίας. Η ψυχή της Κρήτης είναι αρσενική. Την έπλασε ο πάταγος του πολέμου. Την έπλασε ο Δίας, που ήρθε να ζητήσει καταφυγή στις βαθιές της σπηλιές. Ο νήπιος θεός, που μεγάλωσε μέσα στην κλαγγή των αρμάτων που έπνιγαν τα βρεφικά του θρηνολογήματα, μη λάχει και τον νιώσει ο σκληροτράχηλος πατέρας ο Κρόνος. Ο μύθος είναι αποκαλυπτικός. Ερμηνεύει την ιδιοσυστασία ενός ολόκληρου λαού, που η μοίρα, τον έριξε ανάμεσα σε μεγάλα και δυνατά έθνη. Μονάχα με το σιδεροχυμένο φρόνημα μπόρεσε να τους αντισταθεί και να υπάρξει. Η Κρήτη είναι ο αρχέγονος Δίας, ο Γιούχτας, ο πλασμένος από πέτρα, ο ακαταγώνιστος. Είναι και ο δίκαιος Μίνωας, ο κριτής του Άδη. Είναι και η γυναίκα, η Πασιφάη, και η ερωτική Αριάδνη, όλη πολυμήχανο πάθος. Η Αριάδνη που ερωτεύεται το Θησέα, το πνεύμα της Αττικής. Μα πέρ’ απ’ όλα, είναι η μητρική θεά, η θεά με τα φίδια, με τα’ ανοιχτά στέρνα δοσμένα στον άνεμο, η θεά που ανεβαίνει από το λασπερό χώμα, το πλημμυρισμένο ρίζες και φύτρα, καθώς η Αφροδίτη ανέβηκε, από τα σπλάχνα των κυμάτων. Αυτό το λασπερό χώμα, αυτή τη θερμή παρουσία, έχει στο νου του ο Καζαντζάκης, όταν μιλεί στην «Ασκητική» του για τη λάσπη που ονειρεύεται.
Όταν συλλογιέμαι την Κρήτη, συλλογιέμαι τους ανθρωποθεούς της. Τους ανθρώπους της, που κατακτούν την διάρκεια με την ένταση. Τους θεούς της, που είναι τόσο κατανυχτικά ανθρώπινοι.
Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
1966 Περιοδικό «ΗΩΣ»
επετειακό τεύχος για την Κρήτη