«Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο...».
Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης
(χανσενικός κάτοικος της Σπιναλόγκας)
ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ
Σπάνια σ’ ένα μνημείο η Ιστορία μιλά τόσο εύγλωττα από τα βάθη των αιώνων.
Σπάνια ένα μνημείο κουβαλά στα σπλάχνα του τη σφραγίδα της αρχαίας Ελλάδας, των Σαρακηνών, των Ενετών, των Τούρκων και των Νεοελλήνων.
Η νησίδα Σπιναλόγκα βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας και στο βόρειοανατολικό μέρος του κόλπου Μεραμπέλου. Η βραχονησίδα έχει έκτασή 85 στρέμματα και ύψος της 53 μέτρα. Το αρχαίο της όνομα ήταν Καλυδών (Καλυδωνία) αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς ονομάσθηκε Σπιναλόγκα. και σημαίνει «μακρύ αγκάθι» (spina=αγκάθι, longa=μακρύ). Προέκυψε από παραφθορά της ονομασίας «Stinelonde» (στην Ελούντα), εξελίχθηκε σε «Spinalonde» και τελικά σε «Spinalonga» («Spinalonga» επίσης ονομαζόταν και μια νησίδα στη Βενετία, η σημερινή «Giudecca»). Απ’ αυτή την ονομασία, προέκυψε αργότερα και η ελληνική απόδοση «Μακρακάνθη». Σήμερα η ονομασία που έχει επικρατήσει είναι η «Σπιναλόγκα» (λιγότερο γνωστές είναι οι ονομασίες «Νησί» ή «Κολοκύθα»).Ο θρύλος λέει επίσης ότι η νησίδα πήρε το όνομά της από την ξακουσμένη Αρχοντοπούλα Λόγκα που έμενε μέσα στο φρούριο.
Κατά την αρχαιότητα, στη βραχονησίδα υπήρχε το φρούριο των Ολουνιτών, το οποίο είχε χτιστεί προκειμένου να προστατεύει το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Το 1579 χτίστηκε από τους Βενετούς ένα ισχυρότερο φρούριο, πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος. Το ενετικό αυτό φρούριο τόσο από άποψη οχύρωσης όσο και από την αρχιτεκτονική και αισθητική του όλου τοπίου είναι άψογό και γι’ αυτό διατηρεί ακόμα και σήμερα την αξεπέραστη ομορφιά του. Το φρούριο αυτό ήταν ένα από τα σπουδαιότερα φρούρια του νησιού και θεωρούνταν απόρθητο. Παρέμεινε στην κυριαρχία των Βενετών και μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, το 1669. Την περίοδο αυτή χτίστηκαν εκεί και οι εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου.
Την περίοδο του κρητικού πολέμου (1645-1669) η Σπιναλόγκα αποτέλεσε καταφύγιο αλλά και ορμητήριο των προσφύγων και των επαναστατών, των λεγόμενων χαΐνιδων, οι οποίοι έχοντας σαν βάση τους τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους.
Η νησίδα της Σπιναλόγκας ήταν το τελευταίο σημείο της μεγαλονήσου που κατάφεραν να καταλάβουν οι Οθωμανοί, μόλις το 1715. Από την περίοδο αυτή και μετά εξελίχθηκε σε ένα αμιγώς οικιστικό κέντρο. Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα 80 οικογένειες ενώ το 1881, 227. Σήμερα σώζονται αρκετά κτίσματα από την περίοδο αυτή, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι διώροφες οικίες περιτοιχισμένες από υψηλούς μαντρότοιχους, και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες μαγαζόπορτες και τζαμωτά ανοίγματα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο χαρακτήρας του νησιού, θα αλλάξει δραματικά, όταν ο ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, πρίγκιπας Γεώργιος, θα αποφασίσει την ίδρυση λεπροκομείου στην Σπιναλόγκα για να απομονώσει τους λεπρούς του της Κρήτης, καθώς τότε η λέπρα (ή «Νόσος του Χάνσεν», ή «λώβη») βρισκόταν σε έξαρση.
Η κίνηση αυτή είχε και άλλο κίνητρο, καθώς στην Σπιναλόγκα κατοικούσαν μερικές οικογένειες Τούρκων, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν απ’ την Κρήτη. Με την εγκατάσταση όμως εκεί των λεπρών, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί κι έτσι έφυγαν και οι τελευταίοι Τούρκοι απ’ την Κρήτη.
Η απόφαση για την ίδρυση του λεπροκομείου, με το όνομα «Άγιος Παντελεήμων», υπογράφηκε στις 30 Μαΐου του 1903 και σε πρώτη φάση μεταφέρθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 1904 στην Σπιναλόγκα περίπου 250 ασθενείς από όλη την Κρήτη. Στην δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες, ενώ για την διάνοιξη περιμετρικού δρόμου χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του φρουρίου.
Το Λεπροκομείο που ιδρύθηκε στη Σπιναλόγκα και λειτούργησε μέχρι το 1957, διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία και ιερέα. Οι άρρωστοι κατοίκησαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του ΄30. Μεγάλα τμήματα του βενετικού τείχους καταστράφηκαν, το 1939, με δυναμίτιδα προκειμένου να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα στη νησίδα.
Οι λεπροί μέχρι τότε, ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες (με ασβεστωμένες πέτρες), τις λεγόμενες «μεσκινιές» («μεσκίνηδες» ή «λουβιάρηδες» ονομάζονταν στην Κρήτη οι λεπροί). Ήταν οι «κομμένοι». Ο κόσμος, στην θέα και μόνο των παραμορφωμένων λεπρών, πανικοβάλλονταν κι έτσι οι άτυχοι ασθενείς, αναγκάζονταν να κυκλοφορούν φορώντας κουδουνάκια, για να προειδοποιούν για την παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Η παραβίαση των ορίων της «μεσκηνιάς» από τον λεπρό, μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και τον λιθοβολισμό ή πυροβολισμό του.
Την λέπρα την αποκαλούσαν και θρησκευτική αρρώστια, λόγω του ότι ο Ιησούς εμφανίζονταν στα ευαγγέλια να θεραπεύει έναν λεπρό κι αυτό προκαλούσε ένα δέος και έναν επιπρόσθετο φόβο. Λόγω του ότι μέχρι τότε η λέπρα ήταν ανίατη ασθένεια κι ο κόσμος αγνοούσε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων έχει φυσική ανοσία απέναντι στην νόσο (αν και έστω η ελάχιστη πιθανότητα μετάδοσης της ασθένειας, ήταν αρκετή για να λειτουργήσει αρνητικά), το στίγμα έφερε κι ολόκληρη η οικογένεια του ασθενή, η οποία οδηγούνταν έτσι σε κοινωνική απομόνωση ως «λεπρόσογο» και «βρόμικοι». Κρατική μέριμνα δεν υπήρχε (οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια) και οι λεπροί ζούσαν αποκλειστικά από την ελεημοσύνη του κόσμου.
Το 1913, με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, άρχισαν να πηγαίνουν λεπρούς απ’ όλη την χώρα (συνήθως τους πιο «άτακτους» και «αντιδραστικούς»), ενώ σταδιακά η Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε ως Διεθνές Λεπροκομείο της Ευρώπης· ο δε πληθυσμός έφτασε μέχρι και τους χιλίους κατοίκους.
Απέναντι από την Σπιναλόγκα δημιουργήθηκε κι ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όταν δημιουργήθηκε εκεί ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες και κάποια καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία προμηθεύονταν οι λεπροί, αλλά και οι επισκέπτες τους.
Οι περισσότεροι λεπροί οδηγούνταν στην Σπιναλόγκα δια της βίας (ενίοτε και με χειροπέδες), καθώς γνώριζαν ότι εκεί κατά πάσα πιθανότητα θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους, χωρίς καμμία ελπίδα για επιστροφή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην είσοδο του λεπροκομείου είχε τοποθετηθεί μια επιγραφή που καλούσε-προειδοποιούσε τους νεοεισαχθέντες με το εξής μήνυμα: «Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα»…
Παρ’ ότι το λεπροκομείο διέθετε γιατρό και νοσηλευτικό προσωπικό, οι συνθήκες διαβίωσης στο νησί ήταν άθλιες. Μια μεγάλη τρώγλη, χωρίς οργάνωση. Ένα μικρό μηνιαίο επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, ήταν ανίκανο να καλύψει τις βασικές τους ανάγκες. Όσοι είχαν δυνάμεις, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την τροφή τους είτε καλλιεργώντας κηπευτικά, είτε ασχολούμενοι με το ψάρεμα. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, που οι ασθενείς δραπέτευαν από το νησί για να πάνε στα κοντινά χωριά προς αναζήτηση τροφής. Οι «δραπέτες» που γίνονταν αντιληπτοί, αλλά και οι λοιποί «παραβάτες», κλείνονταν προς σωφρονισμό σε μια φυλακή που βρισκόταν πάνω σ’ έναν βράχο (από ένα σημείο και μετά, η φυλακή καταργήθηκε).
Πολλοί πέθαιναν αβοήθητοι και μέσα σε φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι από την αρρώστια. Ο νομάρχης Λασιθίου, σε επιστολή του, στις 6 Αυγούστου 1925, προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο είναι αρκετά δηκτικός για την καταλληλότητα της Σπιναλόγκας ως θεραπευτηρίου: «Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τα χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψη. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσεως και φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαρθειχθή εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων…». Κι ο διευθυντής του «Ινστιτούτου Παστέρ» στην Τύνιδα, Σαρλ Νικόλ, περιγράφει σε αναφορά του προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930, την κατάσταση στη Σπιναλόγκα με μελανά χρώματα, ζητώντας από την ελληνική πολιτεία το κλείσιμο του λεπροκομείου, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ως μόνη διασκέδαση και απασχόληση, ελλείψει εργασίας, κοιτάζουν την θάλασσα, παίζουν μερικά παιχνίδια και μερικά όργανα μουσικής. Τον περισσότερο όμως καιρό καταριούνται την τύχη τους, πίνουν, μεθούν, τσακώνονται και αγαπούν. Όταν επισκεφθήκαμε το νησί, δεν γίνονταν ούτε της λέπρας καν συστηματική νοσηλεία. Στον τραγικό αυτόν τόπο, ενώ περπατούμε, ακολουθούμενοι, περιστοιχιζόμενοι απ’ όλον τον απρόσβλητο πληθυσμό, δύο ερωτήματα προβάλλουν στην συνείδησή μας: Κι αν από απροσεξία υπάρχει μεταξύ των εγκάθειρκτων αυτών και κανένας υγιής; Ποια θα είναι η ζωή του και πόση η απελπισία του αν το ξέρει… Και μεταξύ των ελαφρότερα προσβεβλημένων (γιατί οι πρώτες εκδηλώσεις της λέπρας είναι ελαφριές) πόσοι δεν θεωρούν τους εαυτούς των αδίκως κλεισμένους στο νησί, καταδικασμένους να περάσουν όλη των την ζωή εκεί μέσα… Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν για να γλυτώσουν από την φριχτήν φυλακή, αλλά και μερικοί κατόρθωσαν κολυμπώντας να φύγουν…».
Στην Σπιναλόγκα υπήρχαν και μερικοί κάτοικοι, οι οποίοι δεν ήταν ασθενείς. Ήταν κυρίως άνθρωποι που δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να αποχωριστούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κατά την διάρκεια του αποχωρισμού από τα αγαπημένα τους πρόσωπα εξελίσσονταν δραματικές και τραγικές στιγμές. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας κοπέλας, που μην αντέχοντας μακριά από τον αγαπημένο της, έκανε ένεση στον εαυτό της, ισχυριζόμενη ότι ήταν αίμα του άνδρα της, για να μολυνθεί κι αυτή και να υποχρεωθούν οι υπεύθυνοι να την οδηγήσουν στην Σπιναλόγκα. Όπως κι έγινε… Η κοπέλα πάντως δεν ασθένησε, αν και ο άνδρας της πέθανε στα χέρια της. Όπως δεν ασθένησαν και τα περισσότερα από τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Σπιναλόγκα, πολλά εκ των οποίων απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νόσησης (αν και οι γάμοι μεταξύ χανσενικών τυπικά απαγορεύονταν λόγω της ασθένειας, αυτό δεν εμπόδισε πολλούς απ’ αυτούς να δημιουργήσουν σχέσεις -«παράνομες» και μη- μεταξύ τους) και μεταφέρονταν σε ειδικό παιδικό σταθμό στην Αθήνα. Η σωματική επαφή ασθενών και υγιών (δηλαδή προσωπικό και επισκέπτες) απαγορευόταν αυστηρά, ενώ κατά τις μεταξύ τους οικονομικές συναλλαγές, τα χρήματα περνούσαν υποχρεωτικά από ειδικό κλίβανο για απολύμανση. Το εξιτήριο μπορούσε ν’ αποκτηθεί, μόνο αν έβγαιναν αρνητικές τρεις διαδοχικές απαιτούμενες εξετάσεις.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής, η Σπιναλόγκα ήταν ίσως το μοναδικό μέρος της Ελλάδος στο οποίο δεν πάτησαν πόδι οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, καθώς φοβήθηκαν να τους βγάλουν από εκεί, αν και φοβόταν ότι αυτό το μέρος θα μπορούσε να γίνει σημείο απόβασης των Βρετανών, αναλαμβάνοντας έτσι και την τροφοδοσία τους.
Γιατί και για τους Γερμανούς στρατιώτες, όπως συνέβαινε από την περίοδο της αρχαιότητας, η ΛΕΠΡΑ υπήρξε μια ασθένεια που προκαλούσε φόβο και αποστροφή . Η προσβολή ενός ατόμου από την ασθένεια προσέδιδε σε αυτό το στίγμα του ακάθαρτου ανθρώπου και τον περίγυρό του που φοβόντουσαν την οποιαδήποτε επαφή μαζί του.
Η ασθένεια προκαλούσε ανοικτές πληγές στο σώμα και ιδιαίτερα στα χέρια και τα πόδια ενώ πολλές φορές προκαλούσε δυσμορφία στο πρόσωπο με απώλεια της μύτης , των αυτιών και των μαλλιών. Η λέπρα υπήρξε μια ασθένεια που δεν εξαρτιόταν από την ηλικία των ατόμων. Θύματά της υπήρξαν ακόμη και μικρά παιδιά. Άλλωστε η αρρώστια αυτή μπορούσε να εμφανισθεί και πάρα πολλά χρόνια μετά την ημέρα που κάποιος άνθρωπος χτυπήθηκε από το μικρόβιο της λέπρας.
Ένας νορβηγός παθολόγος ο ARMAUER HANSEN που μελετούσε την λέπρα για πολλά χρόνια είναι αυτός που το 1873 βρήκε το βακτηρίδιο ή το βάκιλο της λέπρας και για αυτό προς τιμή του η αρρώστια ονομάστηκε ασθένεια του Χάνσεν και οι λεπροί αποκαλούνται επιστημονικά χανσενικοί . Μέσω της εργασίας του ο κόσμος έμαθε ότι η λέπρα μεταδίδεται μέσω της απευθείας επαφής μεταξύ ενός άρρωστου και ενός υγιούς ανθρώπου. Η μόλυνση επέρχεται όταν η ανοικτή πληγή ενός λεπρού έρχεται σε επαφή με μια φρέσκια πληγή, ένα σημάδι ή μια γρατσουνιά ενός άλλου υγιούς προσώπου.
Το 1948, θα ανακαλυφθεί στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας και σταδιακά η Σπιναλόγκα θα αδειάζει μέχρι και το 1957 που αποχώρησαν και οι τελευταίοι ασθενείς, οπότε και έκλεισε. Οι εναπομείναντες χανσενικοί που δεν είχαν θεραπευτεί ακόμη, μετακομίστηκαν στο λεπροκομείο της «Αγίας Βαρβάρας» στο Αιγάλεω (ή «λοιμωδών νόσων», όπως επικράτησε να λέγεται) .
Κάποιοι ασθενείς, έστω και θεραπευμένοι, αντιμετώπιζαν με μεγάλη επιφύλαξη -και όχι αβάσιμα- την επιστροφή τους στο περιβάλλον που ζούσαν πριν μπουν στην Σπιναλόγκα, λόγω του «στίγματος» που κουβαλούσαν, φοβούμενοι την κοινωνική απόρριψη. Ο μόνος που λέγεται ότι αρνήθηκε πεισματικά να εγκαταλείψει το νησί, ήταν ένας λυράρης από το Ρέθυμνο, ο Αντώνης Παπαδάκης ή «Καρεκλάς», ο οποίος παρ' ότι δεν ήταν ασθενής είχε αποφασίσει να ζήσει στην Σπιναλόγκα μαζί με τους λεπρούς. Εξακολουθούσε να ζει στο νησί, τρώγοντας αγριόχορτα και σαύρες, και παίζοντας τη λύρα του, έως ότου οι αρχές τον έφεραν με την βία πίσω στον πολιτισμό, αν και ίδιος προτίμησε την απομόνωση από τον κόσμο και εκφραζόταν μόνο με την μουσική του (η περίπτωση του καταγράφηκε στην ταινία μικρού μήκους του 1968 «Letzte Worte» [«Τελευταία λέξη»] του Werner Herzog). Όπως λέγονταν, είχε τρελαθεί....
Κατά τη διάρκεια των πενήντα τεσσάρων ετών της αποικίας,(1903-1957) εκατοντάδες άτομα έζησαν στο νησί και κάποιοι μάλιστα ερωτεύτηκαν σε αυτό παντρεύτηκαν και οι χανσενικές γυναίκες τους γέννησαν και τα παιδιά τους. Όπως αναφέρεται 20 παιδιά γεννήθηκαν στην Σπιναλόγκα στο διάστημα που απετέλεσε αποικία ή καλλίτερα το σπίτι των λεπρών της Ελλάδος.
Το πώς έζησαν οι άνθρωποι στο νησί αυτό περιγράφει αρκετά γλαφυρά η Βικτώρια Χίσλοπ στο βιβλίο της «ΤΟ ΝΗΣΙ» απόσπασμα του οποίου παρουσιάζω παρακάτω. Το κάνω δε αυτό γιατί την ίδια αίσθηση, τα ίδια συναισθήματα με την ηρωίδα της την Αλέξις είχα εγώ και τρεις καλοί μου φίλοι όταν βρεθήκαμε ένα Αυγουστιάτικο σούρουπο πάνω στο νησί και ήμασταν, για εκείνη την ημέρα, οι μόνοι και τελευταίοι επισκέπτες του.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Victoria Hislop
"ΤΟ ΝΗΣΙ"
"Η Αλέξις βρισκόταν τώρα μόνη στη Σπιναλόγκα και αισθάνθηκε ένα κύμα φόβου να την κατακλύζει. … Θα μπορούσε να καλύψει κολυμπώντας ολόκληρη την απόσταση μέχρι την ενδοχώρα; Δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ τόσο απόλυτα μόνη… Ένιωσε την εξάρτησή της να βαραίνει ξαφνικά σαν μυλόπετρα και αποφάσισε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Θα απολάμβανε αυτό το διάστημα της μοναξιάς· οι ελάχιστες ώρες της απομόνωσής της ήταν σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με την ποινή της ισόβιας μοναξιάς που πρέπει να αντιμετώπισαν οι παλιοί κάτοικοι της Σπιναλόγκας.
Τα τεράστια πέτρινα τείχη του βενετσιάνικου κάστρου υψώνονταν απειλητικά από πάνω της. Πώς θα ξεπερνούσε αυτό το φαινομενικά αδιαπέραστο εμπόδιο; Τότε ήταν που παρατήρησε, στον στρογγυλεμένο τομέα των τειχών, μια μικρή είσοδο με ύψος όσο ένας μέσος άνθρωπος. Ήταν ένα μικροσκοπικό, σκοτεινό άνοιγμα πάνω στην γκρίζα επιφάνεια της πέτρας, και καθώς πλησίαζε διαπίστωσε ότι αποτελούσε την είσοδο μιας μακριάς σήραγγας που έστριβε στο βάθος, κρύβοντας έτσι ότι βρισκόταν στο άκρο της. Με τη θάλασσα από κάτω της και τα τείχη μπροστά της, υπήρχε μόνο ένας δρόμος που θα μπορούσε να ακολουθήσει - ευθεία μπροστά, μέσα στο σκοτεινό, κλειστοφοβικό πέρασμα. Το ακολούθησε για μερικά μέτρα και, όταν αναδύθηκε ξανά από το μισοσκόταδο στο λαμπερό απογευματινό φως του ήλιου, είδε ότι η κλίμακα του μέρους είχε αλλάξει εντελώς. Σταμάτησε, αποσβολωμένη.
Βρισκόταν στο κάτω άκρο ενός μακριού δρόμου, που περιστοιχιζόταν από μικρά διώροφα σπίτια. Κάποτε, αυτό μπορεί να έμοιαζε με οποιοδήποτε χωριό στην Κρήτη, αλλά αυτά τα κτίρια ήταν τώρα πια μισοερειπωμένα. Τα παράθυρα κρέμονταν σε περίεργες γωνίες από τους σπασμένους μεντεσέδες τους, και τα παντζούρια έτριζαν με το ελαφρό θαλασσινό αεράκι. Διέσχισε διστακτικά τον σκονισμένο δρόμο, απορροφώντας όλα όσα έβλεπε: μια εκκλησία στα δεξιά της με σκαλιστή βαριά πόρτα, ένα κτίριο που, κρίνοντας από τα μεγάλα παράθυρα του ισογείου, ήταν κάποτε προφανώς κατάστημα, κι ένα κάπως μεγαλόπρεπο κτίριο, αποκομμένο από τα άλλα, με ξύλινο μπαλκόνι, τοξωτή εξώπορτα και τα ερείπια ενός περιτοιχισμένου κήπου. Μια βαθιά, απόκοσμη σιωπή πλανιόταν πάνω από όλα αυτά.
Στα δωμάτια των ισογείων ήταν φυτρωμένες πλούσιες συστάδες από ζωηρόχρωμα αγριολούλουδα, και στους πάνω ορόφους κίτρινες βιολέτες πρόβαλλαν μέσα από τις ρωγμές στους σοβάδες. Πολλά από τα νούμερα των σπιτιών ήταν ακόμη ευδιάκριτα, και οι αχνοί αριθμοί - 1 1 , 18, 2 9 - επικέντρωναν τη φαντασία της Αλέξις στο γεγονός ότι πίσω από καθεμιά από αυτές τις εξώπορτες κάποιοι άνθρωποι είχαν ζήσει πραγματικές ζωές. Συνέχισε να κάνει βόλτες, μαγεμένη. Ήταν σαν να υπνοβατούσε. Δεν ήταν όνειρο, κι όμως υπήρχε κάτι τελείως εξωπραγματικό σε όσα αντίκριζε.
Προσπέρασε ένα χώρο που πρέπει να ήταν καφενείο, μια μεγαλύτερη αίθουσα και ένα κτίριο με σειρές από τσιμεντένιες γούρνες, το οποίο συμπέρανε ότι πρέπει να ήταν πλυσταριό. Δίπλα τους βρίσκονταν τα ερείπια ενός άσχημου τριώροφου συγκροτήματος, με απέριττα κάγκελα από χυτοσίδηρο στα μπαλκόνια. Το μέγεθός του ερχόταν σε περίεργη αντίθεση με τα σπίτια, και ήταν παράξενο που κάποιος είχε χτίσει αυτό το κτίριο μόλις εβδομήντα χρόνια πριν και το θεωρούσε κορυφαίο δείγμα μοντερνισμού. Τώρα, τα τεράστια παράθυρά του έχασκαν ορθάνοιχτα στο θαλασσινό αεράκι και τα ηλεκτρικά καλώδια κρέμονταν από τα ταβάνια σαν μάζες από λασπωμένα μακαρόνια. Ήταν σχεδόν το πιο θλιβερό κτίριο απ' όλα.
Αφού βγήκε από την πόλη, έφτασε σε ένα κατάφυτο μονοπάτι που οδηγούσε μακριά, σε ένα σημείο πέρα από κάθε ένδειξη ύπαρξης πολιτισμού. Ήταν ένα φυσικό ακρωτήρι, που χανόταν απότομα στη θάλασσα δεκάδες μέτρα πιο κάτω. Εκεί αφέθηκε να φαντάζεται τη δυστυχία των λεπρών και να αναρωτιέται αν μέσα στην απελπισία τους έρχονταν σε αυτό το μέρος για να συλλογιστούν να δώσουν ένα τέλος. Κάρφωσε το βλέμμα της στον ορίζοντα. …. Ήταν ο μόνος άνθρωπος σε ολόκληρο το νησί και αυτό την έκανε να συνειδητοποιήσει ένα γεγονός: η απομόνωση δεν σήμαινε απαραίτητα και μοναξιά. Μπορείς να είσαι μόνος μέσα στο πλήθος. …
Αφού ακολούθησε τα βήματά της πίσω στη σιωπηλή πόλη, η Αλέξις ξεκουράστηκε για λίγο σε ένα πέτρινο κατώφλι, κατεβάζοντας μονορούφι κάμποσο από το νερό που είχε φέρει μαζί της. Δεν κινούνταν τίποτα, εκτός από κάποια σαύρα η οποία κάθε τόσο έτρεχε πάνω στα ξερά φύλλα, που κάλυπταν πλέον τα πατώματα αυτών των ετοιμόρροπων σπιτιών. Μέσα από ένα άνοιγμα στο ερειπωμένο σπίτι μπροστά της είδε τη θάλασσα, και πέρα από αυτή την ενδοχώρα. Κάθε μέρα οι λεπροί πρέπει να κοιτούσαν προς την Πλάκα και θα μπορούσαν να δουν κάθε κτίριο, κάθε βάρκα - ίσως ακόμη και τους ανθρώπους που ασχολούνταν με τις καθημερινές τους δουλειές. Τώρα άρχιζε να φαντάζεται πόσο πρέπει να τους βασάνιζε αυτή η εγγύτητα.
Τι ιστορίες μπορούσαν να πουν οι τοίχοι αυτής της πόλης; Πρέπει να υπήρξαν μάρτυρες φοβερών βασάνων. Εννοείται ότι το να είναι κάποιος λεπρός, καθηλωμένος σε αυτόν το βράχο, πρέπει να ήταν η χειρότερη μοίρα που μπορούσε να του επιφυλάξει η ζωή. Η Αλέξις, όμως, είχε εξασκηθεί πολύ καλά στο να βγάζει συμπεράσματα από αρχαιολογικά υπολείμματα, και μπορούσε να καταλάβει, απ' ότι είχε απομείνει σε αυτό το μέρος, πως η ζωή εδώ πρέπει να συμπεριλάμβανε μια πιο πολύπλοκη γκάμα συναισθημάτων για τους κατοίκους, και όχι μόνο δυστυχία και απελπισία. Αν η ύπαρξή τους ήταν άθλια, γιατί να υπάρχουν καφενεία; Γιατί υπήρχε ένα κτίριο που θα μπορούσε να είναι μόνο δημαρχείο; Διαισθάνθηκε μελαγχολία, αλλά είδε επίσης και σημάδια φυσιολογικής ζωής. Αυτά ήταν που της είχαν προκαλέσει έκπληξη. Τούτο το μικροσκοπικό νησί είχε υπάρξει κοινότητα, όχι απλώς ένα μέρος όπου έρχονταν για να πεθάνουν - τουλάχιστον αυτό έδειχναν τα ερείπια της υποδομής."
"ΤΟ ΝΗΣΙ"
VICTORIA HISLOP
Το νησί των λεπρών που έγινε θρύλος!
Μισό και πλέον αιώνα από την απομάκρυνση και των τελευταίων χανσενικών από την Σπιναλόγκα, το νησί του πόνου και της οδύνης, επανέρχεται στο παγκόσμιο προσκήνιο χάριν σε μία Βρετανίδα συγγραφέα αλλά και μία τηλεοπτική υπερπαραγωγή που κάθε Δευτέρα βράδυ καθηλώνει τους Έλληνες μπροστά από τη μικρή οθόνη.
Η «ευλογημένη» πλέον για τους ντόπιους Βικτόρια Χίσλοπ συνέβαλε όσο κανείς άλλος ώστε η φήμη της Σπιναλόγκας και της Ελούντας να φθάσει μέχρι τα πέρατα της γης με τρόπο πρωτόγνωρο. Από τα βάθη των αιώνων η Σπιναλόγκα αποτελεί σύμβολο πολιτισμού. Ποιος όμως θα μπορούσε να φανταστεί ότι δεκαετίες αργότερα το νησί που έχει «εμποτιστεί» από πύρινα δάκρυα, θα άγγιζε τόσο πολύ τις ψυχές εκατομμυρίων ανά τον κόσμο.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ
ΚΑΙ
ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ
Μαρία Μπεμπελάκη
Ετών 90
“Δεν θα ξεχάσω τα γλέντια των λεπρών στη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα”
Μορφή της περιοχής είναι αναμφισβήτητα η κ. Μαρία Μπεμπελάκη. Παρά τα 90 της χρόνια, δεν έχει χάσει τη ζωντάνια της και το μυαλό της εξακολουθεί να είναι «κοφτερό».
Μεγάλωσε σε ένα σπίτι που βρίσκεται απέναντι από το νησί. Όπως λέει χαρακτηριστικά «όταν ανοίγω την πόρτα, πρώτα θωρώ των ήλιο και μετά την Σπιναλόγκα».
Η μάνα της υπήρξε επί 17 χρόνια νοσοκόμα στο λεπροκομείο. «Πήγαινα κάθε εβδομάδα στο νησί γιατί κρατούσα πράγματα στη μάνα μου. Σχετίστηκα με τους αρρώστους, όμως δεν φοβήθηκα ποτέ» λέει στην “Πατρίδα”.
Κορασίδα τότε, πολλές φορές είχε χρειαστεί να φιλοξενήσει στον μικρό τους καφενέ, στην Πλάκα, τους συγγενείς των λεπρών. «Εκεί κοίμιζα τον κόσμο. Τους παρηγορούσα, τους μαγείρευα, να περάσουν δύο μέρες και να φύγουν. Δεν μπορώ να σας περιγράψω όσα είδαν τα μάτια μου και όσα άκουσαν τα αυτιά μου γι’ αυτό το νησί».
Νοσταλγεί τα τρικούβερτα γλέντια που έστηναν ανήμερα του Αγίου Παντελεήμονα οι λεπροί.«Έβγαζαν δύο καΐκια και πήγαιναν στα Μάλια για να τα φορτώσουν καρπούζια. Την ημέρα της εορτής μας φίλευαν όλους από μία φέτα και κερνούσαν λουκούμια με αμύγδαλο μέσα σε τεράστια ξύλινα κιβώτια. Πηγαίναμε πολλοί από ‘δω και τα χωριά. Το γλέντι με τα όργανα στηνόταν στο μεγάλο θάλαμο. Χορεύαμε ανακατωμένοι λεπροί και γεροί, κορίτσια και αγόρια. Εκεί αναπτύχθηκαν μεγάλοι έρωτες γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν ήταν αποφασισμένοι» λέει.
Ο νοσοκόμος του λεπροκομείου θυμάται
Γιάννης Λυράκης ετών 87
Τον κυρ-Γιάννη Λυράκη, τον συναντήσαμε στο χωριό της Ελούντας. Υπήρξε νοσοκόμος στο λεπροκομείο. Τις γνώσεις τις είχε από τη θητεία του στο τότε Βασιλικό Ναυτικό. Με γυναίκα, παιδιά και εγγόνια αποφάσισε να εργαστεί στην Σπιναλόγκα.
«Στην αρχή όλοι ήταν σε άθλια κατάσταση. Από τα έλκη είχαν παραμορφωθεί. Δείλιαζες να τους κοιτάξεις. Αργότερα, όταν ανακαλύφθηκαν τα φάρμακα, η βελτίωση ήταν μεγάλη.
Μόλις έμπαιναν εκεί, παντρεύονταν αμέσως και τεκνοποιούσαν. Εκεί μέσα υπήρχαν και υγιείς γυναίκες που είχαν ακολουθήσει τους άνδρες τους. Δούλευαν ως υπάλληλοι και βοηθούσαν. Έπαιρναν τα βρέφη και τα εξέταζαν. Αν το μωρό είχε το μικρόβιο του Χάνσεν, το επέστρεφαν στους γονείς. Αν ήταν υγιές, το κρατούσαν. Το μεγάλωναν, το μόρφωναν για να ακολουθήσει έπειτα το δρόμο του εκτός νήσου».
Θυμάται την εμβληματική μορφή του τριτοετή φοιτήτη της νομικής, Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη. Ήταν η «κεφαλή» της Σπιναλόγκας, ο άνθρωπος που αγωνίστηκε και πέτυχε να αλλάξει τις συνθήκες διαβίωσης των χανσενικών. Κατάφεραν να έχουν μία φυσιολογική ζωή. Ψάρευαν, είχαν φτιάξει συνεταιρισμούς, έπαιζαν χαρτιά, έκαναν γλέντια, πήγαιναν σχολείο».
Θυμάται επίσης ότι στην Σπιναλόγκα επικρατούσαν δύο παρατάξεις, «οι κρητικοί και οι παλαιοελλαδίτες». Μάλιστα για τα μάτια μιας καλλονής ήρθαν σε αντιπαράθεση, όμως εκείνη δεν έκανε τη χάρη σε κανένα και έφυγε μονάχη σαν ήρθε η ώρα του φευγιού από το νησί. «Και τώρα όλη η υδρόγειος μιλάει για την Σπιναλόγκα» λέει με συγκίνηση.
Μανώλης Φουντουλάκης
86 ετών
Ο κ.Μανόλης Φουντουλάκης είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια δίνει τη δική του "μάχη" για τη ζωή.Ταυτόχρονα αγωνίζεται ενάντια στην προκατάληψη και το ρατσισμό. Είναι από τους λιγοστούς εν ζωή ασθενείς που έχουν θεραπευτεί από τη νόσο του Χάνσεν. Σήμερα στα 86 του χρόνια, ζει στο σπίτι του στην Αμφιάλη.
Αν και ο ίδιος δεν αποζητά την εφήμερη δημοσιότητα και δεν είναι άνθρωπος των τηλεοπτικών πάνελ, το όνομά του έγινε ευρύτερα γνωστό όταν είχε την τιμή να γράψει το εισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο "Το νησί" της Βρετανίδας συγγραφέως Βικτόρια Χίσλοπ.
"Ένας βράχος, έκτασης 400 επί 250 τ.μ., απλώνεται μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση περίπου 800 μέτρων από το χωριό Πλάκα της Ελούντας. Από το νησί έχουν περάσει τέσσερις πολιτισμοί και το 1904 έγινε αποικία λεπρών. Αρχικά, προοριζόταν ως ο τόπος συγκέντρωσης των λεπρών της Κρήτης, αλλά αργότερα έγινε όλης της Ελλάδας.
Η Σπιναλόγκα δεν υπήρξε ποτέ θεραπευτικό ίδρυμα. Ήταν τόπος εξορίας, ένας τόπος μαρτυρίου. Όποιος πατούσε το πόδι του στο νησί έχανε κάθε ελπίδα για ζωή. Κάποιοι το ονόμαζαν Καιάδα και όχι άδικα. Ήταν χιλιάδες τα κορμιά που έφαγε επί 53 χρόνια. Έκλεισε οριστικά το 1957, αφού βρέθηκε το φάρμακο και θεραπεύτηκε η λέπρα.. Η απομόνωση ήταν υποχρεωτικός τρόπος ζωής που είχε επιβληθεί στους αρρώστους.
Λόγω της δυσμορφίας που επέφερε καμιά φορά η νόσος, αναγκάζονταν να τους κλείσουν και να τους απομονώσουν στη Σπιναλόγκα. Δεν υπήρχε νοσηλευτικό προσωπικό και το κράτος έδινε ένα επίδομα για τα έξοδά τους.
Πάνω στο νησί υπήρξαν ζευγάρια που παντρεύτηκαν. Λειτούργησαν καφενεία και συνεταιρισμός για την προμήθεια προϊόντων. Αλλά είχε αναπτυχθεί φοβερή αλληλεγγύη μεταξύ των ασθενών. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον άρρωστο στις δύσκολες ώρες που ήταν στο κρεβάτι κατάκοιτος..
Αλίμονο, τότε, σε όποιον τύχαινε να πάσχει από τη νόσο του Χάνσεν. Η προκατάληψη δεν άφηνε περιθώρια ούτε και στην οικογένειά του. Τότε δεν μπορούσες καν να σηκώσεις το κεφάλι και να δεις, τον κόσμο, λες κι είχες διαπράξει το πιο ατιμωτικό έγκλημα.
Για τη λέπρα βρέθηκε η θεραπεία εδώ και πενήντα χρόνια, αλλά ακόμη και σήμερα δεν έχει βρεθεί το φάρμακο για την προκατάληψη. Αν και είναι πολύ δύσκολο, να εξαλειφθεί η προκατάληψη για τη νόσο του Χάνσεν, ίσως αυτό να συμβεί με την πάροδο του χρόνου, αφού δεν θα υπάρχουν νέοι άρρωστοι..." αναφέρει ο Μανόλης Φουντουλάκης σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο του Ε.Τ. κ.Ν.Κουφάκο.
"Με έσωσε το φάρμακο στο παρά 5΄"
Η ζωή του Μανώλη Φουντουλάκη θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα. Γεννήθηκε το 1923 στην Ελούντα. Στα 25 του χρόνια ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή του, όταν έμαθε ότι πάσχει από την ασθένεια:
"Ήταν Φεβρουάριος του 1949 και υπηρετούσα ως αστυφύλακας στον Πειραιά. Ξαφνικά ένα απόγευμα διακομίστηκα στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγ.Βαρβάρας, όπου παρέμεινα για δύο χρόνια.." λέει και θυμάται ότι αμέσως ειδοποίησε την αγαπημένη του και της ζήτησε να χωρίσουν, "γιατί τότε κανείς δεν γλίτωνε από την κακιά ασθένεια..."
Όμως στάθηκε τυχερός, αφού βρέθηκε το φάρμακο πριν να είναι αργά... Το 1954 παντρεύτηκε με τη Λενιώ του, με την οποία αγαπιόντουσαν από παιδιά. Το 1973 πέρασε νέα δοκιμασία, έπαθε υποτροπή από την ασθένεια και λίγο έλειψε να πεθάνει. Έχασε τα μαλλιά του, παραμορφώθηκαν το πρόσωπό του και τα άκρα του και ξαναμπήκε στο Κέντρο Χανσενικών. Το 1978 ο Θεός τον ξαναδοκίμασε ακόμη χειρότερα, όταν πήρε από κοντά του την πολυαγαπημένη του σύζυγο που αρρώστησε από την σύγχρονη μάστιγα του καρκίνου. Ακόμα συγκινείται όταν θυμάται τη γυναίκα της ζωής του.Το 1983 παθαίνει έμφραγμα του μυοκαρδίου και σώζεται από θαύμα.
Ο κύριος Μανώλης είναι σήμερα υπερήφανος γιατί, όπως λέει με καμάρι, κατόρθωσε και δημιούργησε μια θαυμάσια οικογένεια, με παιδιά κι εγγόνια.!
ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΡΕΜΟΥΝΔΑΚΗΣ
Ο ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ ΗΓΕΤΗΣ
ΤΩΝ ΧΑΝΣΕΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ
Η ζωή των λεπρών της Σπιναλόγκας αρχίσε να αποκτά νόημα όταν πάτησε το πόδι του στο νησί ένας νέος ασθενής: Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης.
Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ήταν εικοσιενός ετών, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, όταν το 1936 πληροφορήθηκε ότι πάσχει από την Νόσο του Χάνσεν. Λίγο καιρό πριν, η αδελφή του είχε οδηγηθεί στην Σπιναλόγκα χτυπημένη από την ίδια ασθένεια. Ο ίδιος εξαιτίας της ασθένειας του, χρόνια αργότερα θα τυφλωθεί και θα χάσει το χέρι του. Όπως γράφει και σχολιάζει ο Ρεμουνδάκης στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του «Αητός χωρίς φτερά», όταν έφτασε στην Σπιναλόγκα, η αδελφή του τον υποδέχθηκε λέγοντας του «»Καλώς τον» κι όχι «καλώς όρισες». Αυτόν τον χαιρετισμό χρησιμοποιούσαν οι άρρωστοι στο νησί...». Η αδελφή του θα πεθάνει λίγα χρόνια αργότερα...
Ο Ρεμουνδάκης, ένας απ' τους λίγους μορφωμένους ανθρώπους που υπήρχαν στο νησί, δεν ήταν διατεθειμένος να περιμένει μοιρολατρικά το τέλος της ζωής του, ζώντας ως «ζωντανός νεκρός».
Αγωνίστηκε για να καλυτερεύσει την ζωή των λεπρών και απαίτησε από την πολιτεία καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και νοσηλείας. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να ιδρύσει την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας». Έφερε ασβέστη για να απολυμανθούν τα σπίτια και να φύγει η δυσοσμία που «τρυπούσε» τις μύτες και φύτεψαν δένδρα. Αποκτήθηκε ηλεκτρογεννήτρια και η Σπιναλόγκα απέκτησε ρεύμα, πριν ακόμη κι από την Πλάκα που βρισκόταν απέναντι και στον «έξω κόσμο».Διοργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών και κοινόχρηστων χώρων και χάρις σ' αυτόν, το νησί απέκτησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο,ενώ τοποθετήθηκαν και μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική.
Άρχισαν να ασκούνται επαγγέλματα, να λειτουργεί υποτυπώδες εμπόριο, δημιουργήθηκε σχολείο με δάσκαλο έναν λεπρό, ενώ είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι άρχισε να εκδίδεται και σατιρικό έντυπο. Το πιο σημαντικό ίσως που πέτυχε ο Ρεμουνδάκης, ήταν η τόνωση του αισθήματος της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Έτσι, η ζωή των λεπρών άρχισε να θυμίζει κάτι από την προηγούμενη ζωή τους, ή όπως μαρτυρεί κι ένας μετέπειτα θεραπευμένος χανσενικός, ο Μανώλης Φουντουλάκης, «Από μια στιγμή και μετά το νησί δεν ήταν το κολαστήριο. Ήταν ένα χωριό εγκλείστων, με τους καλούς, τους κακούς, τους τζαναμπέτηδες και τους ζαμανφουτίστες».
Το 1948, θα ανακαλυφθεί στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας και σταδιακά η Σπιναλόγκα θα αδειάζει μέχρι και το 1957 που αποχώρησαν και οι τελευταίοι ασθενείς, οπότε και έκλεισε. Οι εναπομείναντες χανσενικοί που δεν είχαν θεραπευτεί ακόμη, μετακομίστηκαν στο λεπροκομείο της «Αγίας Βαρβάρας» στο Αιγάλεω (ή «λοιμωδών νόσων», όπως επικράτησε να λέγεται), μεταξύ αυτών κι ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης.
ΒΙΒΛΙΑ – ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Βικτώριας Χίσλοπ "ΤΟ ΝΗΣΙ" (Εκδόσεις Διόπτρα, 2007)
Διαβάζοντας και εγώ όπως πολλοί άλλοι το βιβλίο το βρήκα τρομερά ανθρώπινο, γεμάτο αλτρουισμό με μια ωραία γραφή από τη Βικτώρια Χίσλοπ που σε ταξιδεύει πραγματικά στο χρόνο και κυρίως σου "ανοίγει" τα μάτια για να δεις και να νοιώσεις πώς είναι να "ζεις" παρέα με τον θάνατο και τί αξίες έχει τελικά η ζωή που εμείς θεωρούμε δεδομένη εσαεί, αλλά συνήθως δεν ξέρουμε να την "ζούμε".
Πρόκειται για την ιστορία μιας οικογένειας που εξελίχθηκε σε ανθρώπινη τραγωδία. Ο τόπος των γεγονότων: η Κρήτη, το Λασίθι η Πλάκα και το απέναντι νησάκι της Σπιναλόγκα.
Η ιστορία ξεκινά το 1939 και φτάνει έως και το 2001.
Η συγγραφέας χρησιμοποιεί στο βιβλίο της πραγματικά γεγονότα που αφορούν στην τότε ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκα και οι οποίοι έρχονταν εξ ανάγκης αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (την λέπρα).
Περιγράφεται επίσης μέσα στο βιβλίο ο αγώνας των λεπρών της Σπιναλόγκας για επιβίωση και για καλύτερες συνθήκες ζωής, ενώ παρουσιάζεται αριστουργηματικά και ο αγώνας των κατοίκων της Πλάκας ενάντια στο κοινωνικό στίγμα, που άφηνε η νόσος, όταν χτυπούσε κάποιο μέλος μιας οικογένειας.
Από τη μία λοιπόν αναπαρίσταται η ιστορία των κατοίκων της Πλάκας που πρέπει να κρατήσουν μυστική την ασθένεια, να αντιμετωπίσουν το χαμό των δικών τους ανθρώπων, αλλά και να συνεχίσουν τη ζωή τους για χάρη των παιδιών τους.
Από την άλλη, στην απέναντι όχθη, στην Σπιναλόγκα, οι μελλοθάνατοι Κρητικοί και Αθηναίοι Χανσενικοί, απομονωμένοι και «φυλακισμένοι» πάνω στο νησί, έχουν να αντιμετωπίσουν αρχικά τεράστιες δυσκολίες καθημερινής επιβίωσης, καταφέρνουν ωστόσο να ξεπεράσουν τα προβλήματα, ευημερούν, παντρεύονται και κάνουν παιδιά, καλλιεργούν, κάνουν εμπόριο, συνεχίζουν να δημιουργούν και να ζουν.
Το έργο της Victoria Hislop έγινε παγκόσμιο bestseller με 2.000.000 πωλήσεις εκ των οποίων 185.000 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στην Αγγλία το 2006, στην Ελλάδα το 2007 καθώς και σε 23 ακόμη χώρες και μέσα σε 4 χρόνια κατάφερε να εκτοξευθεί στις λίστες των πιο επιτυχημένων μυθιστορημάτων παγκοσμίως. Οι πωλήσεις του βιβλίου συνεχίζουν με εκπληκτικούς ρυθμούς εντός και εκτός Ελλάδας.
Έχει κυκλοφορήσει επίσης σε: Πολωνία, Σερβία, Ισπανία, Κροατία, Νορβηγία, Ταϊβάν, Γερμανία, Βουλγαρία, Ολλανδία, Σλοβακία, Ιταλία, Ρουμανία, Ρωσία, Κίνα, Σουηδία, Ιαπωνία, Τσεχία, Βραζιλία, Λιθουανία, Τουρκία, Ισραήλ.
ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ
Όμως το βιβλίο της Βικτορίας Χίσλοπ δεν είναι το μοναδικό βιβλίο που είναι εμπνευσμένο από το νησί της Σπιναλόγκα.Μετά μάλιστα από μια μικρή έρευνα ανακαλύψαμε την ύπαρξη και άλλων βιβλίων.
Δύο συγγραφείς της γενιάς του 1930, ο Θέμος Κορνάρος (1906-1970) και ο Γουλιέλμος Αμποτ (1906-2001), όπως και μια κάπως παλαιότερή τους, η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962), έσπευσαν να γράψουν για το νησί όταν ο απόηχος από τον πόνο και την απόγνωση στις βορειοανατολικές ακτές της Κρήτης έφταναν μέχρι την Αθήνα.
Οι χρονολογίες μιλούν από μόνες τους: το 1914 δημοσιεύεται η «Αρρωστη πολιτεία» της Καζαντζάκη, το 1933 η «Σπιναλόγκα» του Κορνάρου και το 1939 το «Γη και νερό» του Αμποτ.
Η «Αρρωστη πολιτεία» και η «Σπιναλόγκα» κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε κοινό τόμο από τις εκδόσεις Καστανιώτη, υπό τον κοινό τίτλο «Το νησί των σημαδεμένων», με επιλογικά σχόλια του Μάνου Λουκάκη, ενώ το «Γη και νερό» κυκλοφορεί από το 2003 από τις εκδόσεις «Πόλις», με προλεγόμενα του Κώστα Γεωργουσόπουλου και της Ελισάβετ Κοτζιά.
Η «Αρρωστη πολιτεία» κυκλοφόρησε φέτος και σε ξεχωριστό τόμο από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», στη σειρά «Πεζογραφικές Επισημάνσεις» της Αγγέλας Καστρινάκη, με επίμετρο της Κέλλυς Δασκαλά.
Το πρώτο ενδιαφέρον βιβλίο είναι γραμμένο με μια παλιά αλλά καλή "γραφή".Ο τίτλος του
« Η άρρωστη Πολιτεία» (Εκδόσεις: Ελληνικά γράμματα, 2010) όπου περιγράφεται η ζωή στην Σπιναλόγκα, στο νησί των λεπρών. Είναι μια νουβέλα που η συγγραφέας του Γαλάτεια Καζαντζάκη αποκαλεί "ρομάντζο".
« Η άρρωστη Πολιτεία» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1914 και αναπτύσσει μια ερωτική ιστορία μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, ενός δασκάλου και μιας περήφανης κοπέλας που απελπισμένα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να απολαύσει όπως θέλει την χαρά του έρωτα αφού ξέρει το τέλος της. Αυτός ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο νησί επιδρά τα μέγιστα στην ψυχολογία του ατόμου με αναρίθμητα ερωτήματα του πώς, του γιατί και του πότε με κυριώτερη τραγική αίσθηση, την απώλεια του ύψιστου αγαθού της ελευθερίας.
Στο επίμετρο της η Κέλλυ Δασκαλά μας εξιστορεί τον μύθο και την πραγματικότητα που αναπτύχθηκε μέσα από την παγκόσμια λογοτεχνία από την Βίβλο μέχρι σήμερα για την φοβερή ανίατη μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, ασθένεια.
Θα πρέπει πάντως να τονίσουμε τον "δυναμισμό" που βγάζει το κείμενο της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που σχεδόν έναν αιώνα μετά, σε υποβάλλει σε μια κατάσταση να θέλεις να μάθεις πώς μπορείς να γίνεις καλύτερος άνθρωπος...
Εδώ όμως θα πρέπει να σημειώσουμε και την διαφορά του βιβλίου της Γαλάτειας Καζαντζάκη με τα δύο άλλα του Κορνάρου και του Αμποτ που προαναφέραμε. Πιο συγκεκριμένα ο κ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (e-net.gr) αναφέρει τα εξής:
" Οργανωμένος κομμουνιστής από τα νιάτα του, ο Κορνάρος βιάζεται στη «Σπιναλόγκα» να καταγγείλει το σαθρό κοινωνικό σύστημα που έφτιαξε τον τόπο του μαρτυρίου.
Οι αδικίες των ταξικών διαχωρισμών και των υγειονομικών θεσμών έχουν για τον Κορνάρο την πρώτιστη ευθύνη για το δράμα που ζουν οι χανσενικοί στο απομονωμένο νησί, όπου τα πάντα (χώροι παραμονής, ιατρικές παροχές, τροφοδοσία) νοσούν έως θανάτου. Ο συγγραφέας δεν θέλει, παρ' όλα αυτά, να παραμερίσει το μέγεθος της παράνοιας που προκαλεί η ίδια η αρρώστια (οι εικόνες του εδώ είναι σπαρακτικές), όπως και την τεράστια προσπάθεια των ανθρώπων να αντλήσουν την ελπίδα τους από το πουθενά και να επιζήσουν κόντρα σε κάθε αντιξοότητα.
Μολονότι επίσης στρατευμένη πολιτικά, η Καζαντζάκη ακολουθεί στην «Άρρωστη Πολιτεία» έναν πιο προσωπικό δρόμο προκειμένου να παραστήσει την αποικία του χαμού. Οι ήρωες της μοιάζουν στην αρχή εντελώς απελπισμένοι, ανίκανοι για την απαντοχή που καταφέρνουν να δείξουν οι ήρωες του Κορνάρου και πρόθυμοι να παραδοθούν χωρίς την παραμικρή αντίσταση στη μοίρα τους. Ένας έρωτας, όμως, θα δώσει ξαφνικά στην απελπισία τους μιαν αδιανόητη νότα χαράς και ανάτασης, ακόμη και την ώρα που όλα αρχίζουν να κατρακυλούν στο χάος (η ακροτελεύτια σκηνή με το ερωτευμένο ζευγάρι έτοιμο να εγκαταλειφθεί στην απεραντοσύνη της θάλασσας διαθέτει μια σπάνια δύναμη υποβολής, έχοντας αποκλείσει εκ των προτέρων την οποιαδήποτε αισθηματολογική ευκολία).
Αν εκείνο το οποίο κυριαρχεί στις νουβέλες του Κορνάρου και της Καζαντζάκη είναι η ερείπωση και η αθλιότητα των καταπληγιασμένων και μισοφαγωμένων μορφών των χανσενικών, σ' ένα περιβάλλον όπου η προσδοκία της λύτρωσης δεν καταφέρνει να πεθάνει παρά τον λυσσαλέο πόλεμο εναντίον της, στο «Γη και νερό» του Αμποτ η ίδια προσδοκία θα διοχετευτεί σ' έναν μανιασμένο αγώνα απόδρασης από το νησί. Κι όταν η απόδραση θα καταλήξει σε πικρή ουτοπία, οι άνθρωποι το μόνο που θα κάνουν θα είναι να καταφύγουν στη μνήμη του υγιούς βίου τους, που θα αποδειχτεί, αλίμονο, εξίσου δύστροπος και ανάλγητος με το άρρωστο παρόν.
Η διάθεση παραλυτικής εξίσωσης του άρρωστου παρόντος με το υγιές παρελθόν υπάρχει και στον Κορνάρο ή στην Καζαντζάκη, αλλά στο μυθιστόρημα του Αμποτ αποκτά ενδημικό χαρακτήρα. Μοναδική διέξοδος, το πάθος για των «ιδεών» την «πόλιν» (για τη δικαιοσύνη, την παιδεία και την έλλειψη ισότητας), που εξακολουθούν να συγκλονίζουν τους πρωταγωνιστές, δείχνοντας μία ακόμη φορά την άγρια προσκόλλησή τους στη ζωή.
Μιλώντας για τη Σπιναλόγκα, οι τρεις συγγραφείς δίνουν στην αφήγησή τους κι έναν συνολικότερο (σαφώς συμβολικό και αλληγορικό) τόνο, που ηχεί ιδιαιτέρως οικείος στα δικά μας αυτιά: ο κλειστοφοβικός χώρος του νησιού του ερέβους μπορεί να είναι ο χώρος του οιουδήποτε πολιτικού, κοινωνικού ή φυλετικού εγκλεισμού, ο περίγυρος και οι τοίχοι οιασδήποτε φυλακής για όσους αποκλίνουν και διαφέρουν από τη συμφωνημένη νόρμα και την κοινής αποδοχής αξία.
Ο έρωτας αποτελεί το άλφα και το ωμέγα τόσο για το «Νησί» της Χίσλοπ όσο και για τα έργα των Κορνάρου, Καζαντζάκη και Αμποτ. Σε ό,τι αφορά τους Ελληνες συγγραφείς, δεν πρόκειται, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, για έναν λυρικοδραματικό και ρομαντικό έρωτα, που κινείται ανάμεσα σε παρούσες σκιές και μελλοντικούς τάφους, αλλά, αντίθετα, για μια συνεχή έκρηξη και περιπέτεια του σώματος.
Αντί να καμφθεί από την επέλαση της αρρώστιας και τον φόβο του αφανισμού, το σώμα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να ανεβάσει στο φουλ τις ερωτικές του επιδόσεις και να τρυγήσει μέχρι την τελευταία ρώγα τον καρπό της ηδονής. Φτασμένοι στα όρια του σύμπαντος, δύο βήματα από την Αχερουσία, υποψήφιοι νεκροί αλλά ακόμη ζωντανοί, οι άνθρωποι που αλωνίζουν πάνω-κάτω τη Σπιναλόγκα δεν εννοούν να παραιτηθούν από το υπέρτατο δικαίωμα στο σεξ, το οποίο και θα ασκήσουν ποικιλοτρόπως: σε μισογκρεμισμένα σπίτια και λερά κρεβάτια, σε θαλασσινές σπηλιές και σκιερές γωνίες, σε φανερές περιπτύξεις και σε κρυφές συναντήσεις."
Ακούγοντας τις αναμνήσεις όλων αυτών των ανθρώπων που παρουσιάσαμε παραπάνω διαβάζοντας τα βιβλία που γράφουν για το νησί, βλέποντας το σήριαλ, ή την παλιά ελληνική ταινία και τα σχετικά με την Σπιναλόγκα βιντεάκια στο YouTube και τελικά επισκεπτόμενος το «Νησί», κάπου εκεί μέσα σε όλα αυτά θα αισθανθείς την παρουσία της «Ελένης» και του «Γιώργη» της Βαλέριας Χίσλοπ και θα αφουγκραστείς τις φωνές του παρελθόντος. Ίσως μάλιστα περπατώντας στα καλντερίμια της Σπιναλόνγκας και παρατηρώντας τον χώρο της οδύνης να νιώσεις την ανάσα εκείνων που αγωνίστηκαν, ακόμα και με τη ζωή τους, για να αποτινάξουν το στίγμα του μιάσματος που απομόνωσε ρατσιστικά και από άγνοια τόσο κόσμο στο γραφικό νησάκι.
Σήμερα η Σπιναλόγκα έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικός χώρος και κάποια κτήρια αναστηλώνονται. Θεωρείται τουριστικός προορισμός για ημερήσιες εκδρομές και κολύμπι. Τη Σπιναλόγκα επισκέπτονται πάνω από 300.000 άνθρωποι, αριθμός που τη φέρνει στους πέντε πρώτους βυζαντινούς – μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά κάποια ερείπια, απομεινάρια άλλων εποχών μένουν για να θυμίζουν αυτούς τους ανθρώπους. Το βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ έβαλε ταφόπλακα στην απομόνωση!
ΠΗΓΕΣ :